sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.156s


 » 

analogical dictionary

せんまいどおし, 千枚通し, 突きぎりσουβλί - ηγουμενικόσ - りょうじかん, 領事館προξενείο - エレベーターανελκυστήρας, ασανσέρ - れんが積み職人χτίστης - かざりまど, ちんれつまど, 陳列窓, 飾り窓προθήκη - かって, くりや, すいじば, だいどころ, ちゅうぼう, ちょうりば, ないしょ, ほうちゅう, キッチン, 内所, 勝手, 厨, 厨房, 台所, 庖厨, 炊事場, 調理場κουζίνα, μαγειρείο - すいどうや, はいかんこう, ばんきんや, 板金屋, 水道屋, 配管工υδραυλικός - しちょうしゃ, しやくしょ, シティーホール, 市庁舎, 市役所δημαρχείο - 映画αίθουσα, κινηματογραφική αίθουσα - けたσιδηροδοκός - 工作機械εργαλειομηχανή - 白くするασπρίζω, λευκαίνω - ビストロμικρό εστιατόριο-ποτοπωλείο - κίονας, κολόνα, στήλη - かまえる, たてる, 建てる, 構える, 立てるανεγείρω, στήνω, υψώνω, χτίζω - εργαλείο - やっつける, やっ付ける, 遣っつける, 遣っ付ける, 除くαποκλείω, βγάζω από τη μέση, εξαλείφω - ぬかす, 省く, 除外するαποκλείω, εξαιρώ, παρακάμπτω, παραλείπω - 確認するεπιβεβαιώνω - 建設κατασκευή - 直立ανέγερση - でっちあげることκατασκευή - ぞうせん, 造船, 造船業ναυπηγική - προκαταβολική κατασκευή, προκατασκευή - ビル, 建物 Κτίριο ή Χτίριο, οικοδομική - ささえる, 支える, 立てかけるακουμπώ, στηρίζω - 破壊するκαταστρέφω - デザインする, 設計するσχεδιάζω - 組み立てるκατασκευάζω, φτιάχνω, χτίζω - たてかえる, たてなおす, つくりなおす, 作り直す, 建て替える, 建て直す, 立て直す, 立直すανοικοδομώ, κτίζω πάλι - ばらばらにする, 取りこわすαποσυναρμολογώ, διαλύω, διαλύω σε κομμάτια, ξεμοντάρω - κατεπειρώ - かのう, 可能, 実行できる, 実行可能なεπιτεύξιμος, εφαρμόσιμος, εφικτός, πραγματοποιήσιμος, πραγματώσιμος, υλοποιήσιμος - ελέγχω, εξακριβώνω - ちくさつば, とさつじょう, としょ, とじょう, 屠場, 屠所, 屠殺場, 畜殺場σφαγείο - アクセル, アクセレレーターγκάζι, πεντάλ γκαζιού - ρυθμιζόμενο γαλλικό κλειδί - adobe, adobe brick, air brick, air-dried brick, green brick, loam brick (en) - なや, ハンガー, 格納庫, 納屋υπόστεγο αεροσκαφών, χώρος συντήρησης αεροσκαφών - κομπρεσέρ αέρος - anechoic chamber, anechoic room, anechoic sound chamber, free field room, free-field room (en) - つぎのま, ひかえのま, よりつき, ロビー, 寄り付き, 控えの間, 次の間, 玄関αίθουσα αναμονής, είσοδος, προθάλαμος, φουαγιέ, χώρος υποδοχής - apadana (en) - アパートδιαμέρισμα, δωμάτιο, χώρος - きょうどうじゅうたく, しゅうごうじゅうたく, たてもの, マンション, 共同住宅, 建物, 集合住宅πολυκατοικία - 養蜂場μελισσοκομείο - αψίδα - backsaw, back saw (en) - パンや, パン屋, パン店, パン製造販売所, ベーカリーαρτοποιείο, αρτοπωλείο, φούρνος - おどりば, ダンスホール, 踊り場αίθουσα χορού - κάγγελο, κάγκελο, στύλοσ - bandstand, outdoor stage, stand (en) - こうらん, てすり, らんかん, 手すり, 手すりこ, 手摺, 手摺り, 欄干, 高欄κάγκελο σκάλας, κουπαστή σκάλας - かんぬきβέργα - bar (en) - barrel vault (en) - 大広間, 酒場αίθουσα μπαρ, καπηλειό, μπαρ, ποτοπωλείο, σαλούν, σαλόνι πλοίου, τραπεζαρία - bath, bathroom (en) - κριόσ - Jpan, たる木, はり, 梁δοκάρι, καδρόνι - τρελοκομείο, φασαρία, φρενοκομείο - Jpan, けいぼう, しんしつ, しんじょ, ねま, ベッドルーム, 寝室, 寝所, 寝間, 閨房δωμάτιο, θάλαμος, κάμαρα, κάμαρη, κοιτώνας, κρεβατοκάμαρα, κρεββατοκάμαρα, υπνοδωμάτιο - 蜜蜂の巣箱κυψέλη - εκκλησία ναυτικών, ιερό - 一棟のビルディングγραφείων κτλ., πολυκατοικία, συγκρότημα, συγκρότημα σπιτιών - 係柱, 保護柱δέστρα σκάφους, στυλίσκος ελέγχου της κυκλοφορίας στους δρόμους - μάνταλο - キオスク, キヨスク, 仕切り部屋, 仕切り間διαχωρισμένο τμήμα, θάλαμος, καμαράκι, κιόσκι, περίπτερο - ιδιαίτερο δωμάτιο κυρίασ, μπουντρούμι - ブラスリーζυθοπωλείο, μπιραρία - かおく, かせつ, とう, どうう, 堂宇, 大建築物, 家屋, 架設, 棟κτήριο, κτίσμα, οικοδόμημα - 闘牛場αρένα, αρένα ταυρομαχίας - ひらや, コッテージ, コテージ, バンガロー, バンガロー式住宅, 平家, 平屋μπανγκαλόου - 運転席καμπίνα μηχανοδηγού ή οδηγού φορτηγού κτλ. - cabin (en) - さぼう, カフェ, コーヒーショップ, コーヒーハウス, コーヒー店, 茶房, 食堂καπηεταιρια, καφέ, καφενείο-μπαρ, καφετέρια, καφετερία - かんいしょくどう, しょくどう, カフェテリア, 簡易食堂, 食堂εστιατόριο σελφ σέρβις - canteen (en) - まんりき, 万力 - χάνι για καραβάνια - casern (en) - κάσα - bishop's throne, cathedra (en) - ceiling (en) - おり, 巣穴, 檻, 独房κελί - κέντρο - αλυσίδα - chainsaw, chain saw (en) - シャレー風別荘, スイスの山小屋ελβετικόσ οικίσκοσ, καλύβα βοσκού, ξύλινο σπιτάκι, σαλέ - chamber (en) - ιερό - とや, とりごや, 鳥小屋, 鳥屋κοτέτσι, ορνιθώνας - Channel Tunnel, chunnel (en) - さじき席, 2階さじきεξώστης - まるのこ, 丸鋸δισκοπρίονο, ηλεκτρικό κυκλικόν πριόνι - きょうしつ, きょうじょう, 教場, 教室αίθουσα διδασκαλίας - クリーンルーム - くらぶ, クラブハウス, 倶楽部έδρα συλλόγου, λέσχη - クラッチ, クラッチペダルσυμπλέκτης αυτοκινήτου - くりいし, まるいし, 丸石, 栗石πέτρα επίστρωσης οδού - compartment (en) - コンクリートミキサーμπετονιέρα - 告白聴聞席εξομολογητήριο - γωνία - かど, すみ, 角 , 隅γωνία, γωνιά, κόγχη, κόχη - かいろう, ほろう, ろうか, 回廊, 廊下, 廻廊, 歩廊διάδρομος - そんしょう, 村庄 - δόμος, στρώση - なかにわ, 中庭αυλή, προαύλιο - うしごや, ぎゅうしゃ, 牛小屋, 牛舎 - βρεφοκομείο - かなてこ, かなぼう, てつぼう, バール, 金梃, 鉄梃, 鉄棒λοστός - dacha (en) - death house, death row (en) - deck (en) - detox, detoxicate, render harmless (en) - φυτευτήρι - しょくどう, 食堂τραπεζαρία - ディスコ, ディスコテークδισκοθήκη, ντίσκο, ντισκοτέκ - いりくち, いりぐち, かどぐち, とびら, はいりぐち, 入り口, 入口, 扉, 門口 - ドアの取っ手πόμολο, ρόπτρο - しきい, 戸口の上り段, 敷居κατώφλι - 戸口άνοιγμα της πόρτας, κατώφλι - あかりとり, 明かり採りφεγγίτης - 寄宿所, 寄宿舎, 寮, (大学などの)寄宿舎κοιτώνας, οικοτροφείο, φοιτητική εστία - άκρο τρυπανιού - λειαίνων - かたく, じゅう, じゅうか, じゅうきょ, じゅうしょ, すまい, すみか, ドゥエリング, ドエリング, 住, 住い, 住まい, 住みか, 住み処, 住み家, 住処, 住家, 住居, 住所, 家宅, 居留κατοικία, σπιτικό - πήχησ, προσθήκη σχήματοσ - αίθουσα - きかんしつ, 機関室 - entablature (en) - ίδρυμα - がいかん, しょうめん, のきさき, みかけ, フロント, 外観, 正面, 見かけ, 見掛け, 軒先πρόσοψη, πρόσοψη - feedlot (en) - やせんびょういん, 野戦病院νοσοκομείο εκστρατείας, στρατιωτικό νοσοκομείο - いろり, だんろ, 囲炉裏, 暖炉, 炉辺, 煖炉εστία, τζάκι - flag, flagstone, tile (en) - floor, flooring (en) - 水平面, 階όροφος λεωφορείου - floor, trading floor (en) - すいせんべんじょ, 水洗便所 - έμπροσθεν διαμέρισμα πλοίου, θάλαμοι πλωρήσ - フランスまど, フランス窓 - しちゅう, してん, 支柱, 支点υπομόχλιο - furring, furring strip (en) - きりずま, きりづま, はふ, 切り妻, 切妻, 破風αέτωμα - gazebo, summerhouse (en) - geodesic dome (en) - greasy spoon (en) - おんしつ, むろ, グリーンハウス, 室, 温室σέρα - へいめんず, 平面図κάτοψη κτίριου - かん, ゲストハウス, 旅館, 館ξενώνας, πανσιόν - かねのこぎり, 弓のこ, 金鋸σιδεροπρίονο - αίθουσα της φήμης - εργαλείο χειρός, χειρονακτικά εργαλεία - こうきゅう, ないてい, ハレム, ハレムの女たち, ハーレム, 内廷, 后宮, 後宮χαρέμι - しゅうしゅう, たいしょ, 収拾, 対処άμφια, μανδύασ ιερέωσ - hedge trimmer (en) - いおり, ゆうきょ, 幽居, 庵, 隠者のすみかερημητήριο - ιπποδρόμιο, ιππόδρομος - hogan (en) - γάντζος - びょういん, びょうしゃ, 病室, 病舎, 病院, 診療所θάλαμος - ユースホステルξενώνας, ξενώνας νεότητας - かくしゃ, かん, きてい, きゃくしゃ, げきりょ, しゃ, せき, やど, やどや, りょかん, りょじ, りょてい, イン, 客舎, 宿, 宿屋, 旅亭, 旅次, 旅館, 旗亭, 舎, 逆旅, 館ξενώνας - かくしゃ, かん, きゃくしゃ, きゃくしょうばい, りょじ, りょてい, ホテル, 客商売, 客舎, 旅亭, 旅次, 館ξενοδοχείο - δωμάτιο ξενοδοχείου - 建物κτήριο - むろ, 室 - アイスリンク, 室内スケートリンクπαγοδρόμιο - σιαγόνες εργαλείου, συνδετήρας - ねだ, 根太μαδέρι οροφήσ, πατερό - スターターκλειδί, μίζα αυτοκινήτου, μοχλός - σκωτική εκκλησία - 小台所κουζινίτσα, κουζινούλα - dwelling on stilts, lake dwelling, pile dwelling (en) - lanai (en) - lancet window, scorer knife, scoring knife, scratcher knife (en) - せんばん, ろくろ, ダライ, 旋盤, 轆轤τόρνος - ふじょう, べんじょ, 不浄, 便所αποχωρητήριο στρατοπέδου - かりて, くさかり, しばかりき, 刈り手, 芝刈り機, 芝刈機, 草刈りμηχανή κουρέματος γκαζόν, μηχανή κουρέματος χόρτου - アルコール水準器, 水準器αλφάδι - ライブラリー, 双書 , 図書館 βιβλιοθήκη - おくざしき, おもてざしき, きょしつ, シッティングルーム, リビングルーム, 奥座敷, 居室, 居間, 表座敷καθιστικό, καθιστικό δωμάτιο, σάλα, σαλόνι - こういしつ, だついしつ, ロッカールーム, 更衣室, 脱衣室αποδυτήρια - やねうらべや, 屋根裏, 屋根裏部屋πατάρι - まるたごや, ログキャビン, 丸太小屋ξύλινη καλύβα - ひかえしつ, まちあいしつ, ウエーティングルーム, ラウンジ, 待合室, 控え室, 控室αίθουσα αναμονής, σαλόνι - ルーバーκινητέσ γρίλιεσ - μηχάνημα - きかん, 機械類, 機関μηχανές, μηχανήματα, μηχανικός εξοπλισμός - manor, manor house (en) - δίκλινη στέγη, σοφίτα - 5月柱γαϊτανάκι - せいしんびょういん, 保護収容施設, 精神病院ψυχιατρική κλινική - せいふんき, 製粉機 - ミナレット, 光塔μιναρές - υπουργείο - がらん, しゅうどういん, しょうじゃ, そういん, 伽藍, 修道院, 僧院, 精舎μονή, μοναστήρι - モンキーレンチ - μονόλιθοσ - したいおきば, れいあんしつ, モルグ, 死体仮置場, 死体公示所, 死体置き場, 霊安室νεκροθάλαμος, νεκροτομείο - かいきょうじいん, モスク, 回教寺院μουσουλμανικός ναός, τέμενος, τζαμί - κατακόρυφο πέτρινο χώρισμα παραθύρων - げじん, ほんどう, 外陣, 本堂, 身廊κεντρικό κλίτος ναού - えいぎょうしょ, 事務室, 営業所γραφείο, χώρος εργασίας - かげきじょう, オペラハウス, 歌劇場όπερα - しゅじつしつ, しゅじゅつしつ, 手術室αίθουσα χειρουργείου, μέγαρο λυρικής σκηνής, χειρουργείο, χειρουργικός - πλατεία θεάτρου - εξέχων παράθυρο - べつむね, 別棟βοηθητικό κτίσμα - なや, べつむね, 別棟, 納屋αποχωρητήριο, βοηθητικό κτίριο, υπόστεγο - とう, とうば, ぶっとう, パゴダ, 仏塔, 塔, 塔婆παγόδα - paint scraper, palette knife (en) - はいぜんしつ, パントリー, 配膳室, 食料貯臓室αποθήκη τροφίμων, κελάρι - だんさいき, 断裁機χαρτοκόπτης - ぼくしかん, 牧師館κατοικία εφημέριου, πρεσβυτέριο - Παρθενώνας - πάτερ ημών - パティオπλακόστρωτος χώρος - ζαχαροπλαστείο - ふみいた, ペダル, 踏み板πεντάλ, πετάλι - αέτωμα, αέτωμα κτίριου - ペントハウス, 屋上住宅ρετιρέ, σοφίτα - picture window (en) - οίκος του Θεού, τόπος λατρείας - architectural plan, plan (en) - はさみ, やっとこ, プライヤー, ペンチ, 鋏δαγκάνες, πένσα - えんがわ, ポーチ, 縁側είσοδος - 柱廊προστέγασμα - πρεσβυτέριο - mechanical press, press (en) - ビトラΜοναστήρι - いざかや, しゅか, パブ, パブリックハウス, 居酒屋, 酒場, 酒家μπαρ, μπιραρία, παμπ - rail, railing (en) - おうせつま, 応接間αίθουσα υποδοχής - 食堂μεγάλη τραπεζαρία - 住居κατοικία, τόπος διαμονής - いんしょくてん, かっぽうてん, きてい, こりょうりや, しょくどう, たべものや, めしや, りょうりてん, りょうりや, レストラン, 割烹店, 小料理屋, 料理屋, 料理店, 旗亭, 食べ物屋, 食堂, 飯屋, 飲食店εστιατόριο - ぎんばん, アイススケート場, アイスリンク, スケートリンク, スケート場, リンク, ローラースケート場, 銀盤πίστα, πίστα παγοδρομίου, πίστα πατινάζ, παγοδρόμιο - coulier arm, draw lever, looper arm, loop forming lever, rocker arm, valve rocker (en) - rood screen (en) - σκεπή, στέγη - 空間δωμάτιο - rosace, rosette, rose window (en) - δωμάτιο αναψυχής - サウナσάουνα, χαμάμ - saw set (en) - まるたあしば, 丸太足場, 足場εξέδρα, σκαλωσιά - 学校σχολείο - あみど, 網戸 - シーソー, シーソーあそび, シーソー遊びτραμπάλα - さんかくじょうぎ, 三角定規γνώμονασ - 企業, 店επιχείρηση, κατάστημα, μαγαζί - signal box, signal tower (en) - あかりとり, あかりまど, てんまど, ひきまど, スカイライト, 天窓, 引き窓, 引窓, 明かり採り, 明かり窓, 明り窓φωταγωγός - こうそうビル, こうろう, まてんろう, スカイスクレーパー, 摩天楼, 超高層ビル, 高層ビル, 高楼 - καπνιστήριο - はんだごて, やきごて, 焼きごて, 焼き鏝, 焼鏝εργαλείο συγκόλλησης - πλήκτρο διαστήματος - speakeasy (en) - きょうぎじょう, スタジアム, スタディアム, 競技場στάδιο - στήριγμα, στύλοσ - 踏み段 - πέτρα - ちょぞうしつ, なんど, ものおき, 倉庫, 物置, 物置き, 納戸, 貯蔵室αποθήκη - サンルームδωμάτιο ηλιόλουστο - サンルーフ - かいどう, まくや, シナゴーグ, ユダヤきょうかいどう, ユダヤ教会, ユダヤ教会堂, 会堂, 幕屋συναγωγή - tab, tab key (en) - tap wrench (en) - いざかや, 居酒屋ταβέρνα - きっさてん, さぼう, ちゃしつ, 喫茶店, 涙にぬれた, 茶室, 茶房κλαμένος, τεϊοποτείο - でんわボックス, テレホンボックス, 公衆電話, 電話ボックスτηλεφωνικός θάλαμος - でんしんばしら, でんちゅう, 電信柱, 電柱τηλεγραφικός στύλος - σκηνή ερυθρόδερμων, σκηνή ινδιάνων - third rail (en) - まくらぎ, 枕木 - お手洗い , よくしつ, トイレ, 便所 , 厠, 浴室WC, αποχωρητήριο, απόπατος, αφοδευτήριο, καμπινές, μέρος, τουαλέτα - トイレ - くろもじ, つまようじ, ようじ, 楊子, 楊枝, 爪楊枝, 黒文字οδοντογλυφίδα - κλειδί ροπής - こうかいどう, しちょうしゃ, まちやくば, やくば, 公会堂, 市庁, 市庁舎, 役場, 町役場δημαρχείο - πτέρυγα ναού - τραβέρσα - せいかくじょうぎ, 正角定木ορθογωνιόμετρο - T-square (en) - トンネルσήραγγα, στοά, τούνελ - しょうべんじょ, にょうき, べんき, 便器, 小便所, 尿器ανδρικό ουρητήριο - vacation home (en) - えんがわ, ベランダ, 縁側βεράντα - ιεροφυλάκιο, σκευοφυλάκιο - voting booth (en) - σφηνόλιθος - strake, wale (en) - wall (en) - basin, lavatory, sink, washbasin, washbowl, washstand (en) - すいせん, 水栓 - あくしょ, いんばいやど, かしざしき, ぎろう, ししょうくつ, しょうか, じょろうや, ばいしゅんやど, まがい, まくつ, やば, 売春宿, 女郎屋, 妓楼, 娼家, 悪所, 淫売宿, 矢場, 私娼窟, 貸し座敷, 魔窟, 魔街μπορδέλο, οίκος ανοχής, πορνείο, χαμαιτυπείο - インディアンの小屋δερμάτινη σκηνή ερυθρόδερμων, σκηνή ερυθροδέρμων - まど, 窓βιτρίνα - ウィンドウ - スパナ, レンチγαλλικό κλειδί, κάβουρας - 不安定αστάθεια - 安定, 着実さευστάθεια, σταθερότητα - cadaster, cadastre (en) - りょう, 寮σχολικό οικοτροφείο - Mount Vernon (en) - ぎし, こうがく, 工学, 技師, 科学技術者μηχανικός, τεχνολόγος - army engineer, military engineer (en) - コンストラクタ, 建築業者, 建設者κατασκευαστής, οικοδόμος - ぐんじさんぎょう, ぐんじゅさんぎょう, 軍事産業, 軍需産業 - でんきこう, でんこう, 電工, 電気工, 電気技師ηλεκτρολόγος - γεωμέτρης - 運送屋μεταφορέας - たんちき, ロケータ, 探知器εξευρίσκων, τοποθετών - いしく, せっこう, 石工χτίστης - ソフトウェアエンジニア, プログラマ, プログラマーπρογραμματιστής - やねや, 屋根屋 - ダヴィンチ - adhesive friction, grip, traction (en) - ケイ素, シリコンπυρίτιο - かるいし, バミストン, パマス, パミス, パミストン, パミストーン, 軽石ελαφρόπετρα - せっちゃくざい, にかわ, グルー, 接着剤, 膠κόλλα - セメント, 接着剤κόλλα - κόλλα, μέτρημα μέγεθουσ - μπετό αρμέ - hydraulic cement, Portland cement (en) - μπεντονίτησ - ぐたい, こんくりぜと, ゆうけい, コンクリート, 具体, 有形, 混凝土μπετόν, σκυρόδεμα, τσιμέντο - ガラス繊維入りプラスチック, グラスファイバー, ファイバーガラスίνες υάλου, υαλοβάμβακας - ちゃん, れきせい, 瀝青ασφαλτόπισσα, βιτουμένιο - タールπίσσα - コールタールανθρακοπίσσα - ほうかいせき, 方解石ασβεστίτησ - たんカル, 炭カル - リノリュームμουσαμάς για το πάτωμα - 材木ξυλεία, ποσότητα τεμαχισμένων ξύλων - さがん, 砂岩αμμόλιθος - πορφυρίτησ λίθοσ, πορφυρόλιθοσ - ハードボード[Domaine]

-