sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.031s


 » 

analogical dictionary

quyền tự trịαυτοτέλεια, ελευθερία - δημοψήφισμα - chủ nghĩa phát xítφασισμός - sự thực hiệnεκπλήρωση, εκτέλεση - sự nhận làm con nuôiαποδοχή, υιοθεσία - εκλογή, επιλογή - một nửa, sự tái cửεπανεκλογή, που ο είναι μισός από κτ. - cuộc trưng cầu dân ýδημοψήφισμα - bầu cử, sự bỏ phiếuψήφος, ψηφοφορία - cuộc tổng tuyển cửβουλευτικές εκλογές - primary, primary election (en) - sự bỏ phiếu, đầu phiếuψήφιση, ψηφοφορία - secret ballot (en) - veto (en) - làm ổn địnhσταθεροποιώ - người vận độngαυτός που διεξάγει μια εκστρατεία, εκστρατεύων - công dân, dân thành phốκάτοικος, πολίτης - sự thi hànhεπιβολή, εφαρμογή - chính phủ, sự thống trịαρχές, διακυβέρνηση, εξουσία, κυβέρνηση, κυριαρχία - abolitionist, emancipationist (en) - ελεύθερος πολίτης - dân tộc, quốc giaέθνος, λαός - di cưμεταναστεύω - chộp lấyδέχομαι με ενθουσιασμό - chủ nghĩa khủng bố, khủng bố - sự ứng cửπροεκλογική εκστρατεία, προεκλογικός αγώνας, υποψηφιότητα - bảo đảmεγγυώμαι - κοινωνικός έλεγχος - sanction (en) - cách thức hoặc hệ thống lãnh đạoδιακυβέρνηση - sự áp đặt, sự bắt phải chịuεπιβολή - κοινωνικοποίηση - dạy dỗ, sự giáo dụcανατροφή - ανάθεση - sự làm cho nghèo điεξάντληση, φτώχεια - sự nhân nhượngκατευνασμός - ειρήνευση - διεθνοποίηση - sự phân biệtδιάκριση - νομενκλατούρα - ageism, agism (en) - heterosexism (en) - νεποτισμόσ, οικογενειοκρατία, φιλοσυγγενεία - phân biệt chủng tộcρατσισμός - sexism (en) - chủ nghĩa sôvanh - chuẩn hoá, sự tiêu chuẩn hóaπρότυπα, τυποποίηση - sự làm cho ổn địnhσταθεροποίηση - αντίσταση - đấu tranh choμάχομαι για, προασπίζω, υπερασπίζομαι - δράση - sự chống đỡ, sự được chống đỡστήριξη, συμπαράσταση, υποστήριξη - συνηγορία, υπεράσπιση - αιγίδα, προστασία - trách nhiệm của người đỡ đầuχορηγία, χρηματοδότηση - sự tán thànhεπιδοκιμασία, οπισθογράφηση, υποστήριξη - sự ủng hộέγκριση - εκδημοκρατισμός - sự tham dựσυμμετοχή - περιβάλλω - certify, endorse, indorse (en) - bấu cử, bỏ phiếu - φιλελευθεροποιώ - εκπροσωπώ - cai trịάρχω , εξουσιάζω, κυβερνώ - grind down, tyrannise, tyrannize (en) - thuộc công dân, thuộc đô thịαστικός - người ủng hộ chủ nghĩa phát xítφασίστας, φασιστικός - chủ nghĩa dân tộc, tinh thần yêu nướcπατριωτισμός - defence policy, defence program, defense policy, defense program (en) - Χαρτισμός - chính trị học, khoa học chính trịπολιτικές επιστήμες - γεωπολιτική - chủ nghĩa vô chính phủαναρχισμός - Machiavellianism (en) - centrism, moderatism (en) - chủ nghĩa bảo thủσυντηρητικότητα, συντηρητισμός - reaction (en) - δημοκρατικότητα, δημοκρατισμός - social democracy (en) - ελιτισμός - chủ nghĩa cực đoanαδιαλλαξία, εξτρεμισμός - ομοσπονδιακό σύστημα, φεντεραλισμός - νεοφιλελευθερισμός - libertarianism (en) - chế độ quân chủμοναρχισμόσ, μοναχικόσ βίοσ - Negritude (en) - progressivism (en) - ριζοσπαστισμός - δημοκρατισμός, ρεπουμπλικανισμός - chủ nghĩa xã hội không tưởngουτοπικός σοσιαλισμός - μιλιταρισμόσ, στρατοκρατία - chính sáchπολιτική, πρόγραμμα - social policy (en) - lời khẳng địnhπαροχή ευκαιριών σε μειονότητες - foreign policy (en) - interference, intervention (en) - noninterference, nonintervention (en) - manifest destiny (en) - απομονωτισμός - Monroe Doctrine (en) - Học thuyết Truman - sự bất đồng quan điểmδιαφωνία, διαφωνία με το καθεστώς - cuộc tranh luậnδημόσια επίσημη συζήτηση - sự lắp đặtέναρξη, εγκατάσταση, ορκωμοσία - lễ đăng quang, sự tôn lên ngôiενθρόνιση, στέψη - ανταγωνισμός πολεμικών εξοπλισμών - εκστρατεία, καμπάνια, πολιτική καμπάνια - IRA, Irish Republican Army, Provisional IRA, Provisional Irish Republican Army, Provos (en) - Tammany, Tammany Hall, Tammany Society (en) - British Commonwealth, Commonwealth of Nations (en) - triều thầnβασιλική αυλή, οι αυλικοί - government-in-exile (en) - τοπική αυτοδιοίκηση - έθνος, κόσμος, λαός, σώμα πολιτών - toàn bộ cử triεκλογείς, εκλογικό σώμα - hội đồng nhà nước cao nhất, thượng nghị việnγερουσία - Thượng viện Hoa Kỳ - Hạ viện Hoa Kỳ - Hạ Nghị viện Vương quốc AnhΒουλή των Κοινοτήτων - Thượng Nghị viện Vương quốc AnhΒουλή των Λόρδων - cơ quan lập pháp, lập phápνομοθετικό σώμα - legislative council (en) - Ελεύθερος Κόσμος - Τρίτος Κόσμος - quê hương, quốc gia, tổ quốcκράτος, πατρίδα, πολιτεία, χώρα - Đức Quốc xãΝαζιστική Γερμανία, Τρίτο Ράιχ - member (en) - σύμμαχοι - Arab League (en) - Liên minh châu ÂuΕυρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκη Κοινότητα - NATOΝΑΤΟ, ΟΒΣ, Οργάνωση των Χωρών του Βορειοατλαντικού Συμφώνου - Οργάνωση Αμερικάνικων Κρατών - Tổ chức các nước xuất khẩu dầu lửa - cường quốcδύναμη - city state, city-state (en) - κράτος, πολιτεία - μάζα, όχλος - AFL-CIO, American Federation of Labor and Congress of Industrial Organizations (en) - khu vực bầu cửεκλεκτορικό σώμα, εκλογική περιφέρεια, εκλογικό σώμα - electoral college (en) - πολιτική μηχανή - λαϊκό μέτωπο - διεθνής οργανισμός - Cộng đồng các Quốc gia Độc lậpΚΑΚ, Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών - Liên Hiệp Quốc, Liên Hợp QuốcΗνωμένα Έθνη, Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών - liên minh, liên đoànομοσπονδία - liên bangομοσπονδία - ένωση - phòng lớn để họp, việnαίθουσα, τμήμα της Βουλής - quốc hộiβουλή, κοινοβούλιο - Knesset, Knesseth (en) - Oireachtas (en) - συνδικαλισμόσ - cadre, cell (en) - resistance, underground (en) - cộng hòa, nước cộng hòa - ηγεμονία - oligarchyολιγαρχία - πλουτοκρατία - τεχνοκρατία - chế độ quân chủμοναρχία - διαρχία - thuộc địaαποικία - đại biểu, đoàn đại biểuαντιπροσωπεία, επιτροπή - diplomatic mission (en) - chế độ độc tài, nền chuyên chính, độc tàiδικτατορία, η εξουσία του δικτάτορα, ολοκληρωτισμός - αστυνομικό κράτος, αστυνόμευση - cuộc vận động, phong tràoκίνημα - παράταξη - Age of Reason, Enlightenment (en) - burgh (en) - rotten borough (en) - English, English people (en) - người Pháp, Người PhápΓάλλοι - nhà quản lý, uỷ viên ban quản trịδιαχειριστής, διοικητικό στέλεχος - δημοτικόσ σύμβουλοσ - người lật đổ chính phủ, người theo chủ nghĩa vô chính phủαναρχικός, συνδικαλιστήσ - απόστολοσ - Blimp, Colonel Blimp (en) - người dân chủαντιβασιλικός, δημοκράτης, δημοκρατικός - αποστάτης, αρνησίθρησκος, δειλός - Γενίτσαροι, γενιτσάροσ - người yêu nướcεθνικιστής, πατριώτης - chính trị giaπολιτικός, πολιτικός άνδρας - quận trưởngνομάρχης - người theo cánh hữuδεξιός - αποστάτησ - Secretary General (en) - κοινωνικόσ λειτουργόσ - προεδρεύων - người đàn bà đòi quyền đi bầu cử cho phụ nữ hồi đầu thế kỷ 20σουφραζέτα, υποστηρίκτρια γυναικείας ψήφου, υποστηρίκτρια της γυναικείας ψήφου - union representative (en) - biểu quyết, cử tri, cử tri một khu vực bầu cử, người đi bầu cửεκλογέας, ψηφοφόρος - Malcolm X - được đa số phiếuαπόλυτη πλειοψηφία, πλειοψηφία - δημόσιο αξίωμα - peace (en) - tình trạng hỗn loạn, tình trạng vô chính phủαναρχία, αταξία - εμπόλεμη κατάσταση - chiến tranh lạnhψυχρός πόλεμος - sự độc lập, độc lậpανεξαρτησία, αυτονομία - sự tự cấp, sự tự cungαυτάρκεια, αυτοδυναμία, αυτοπεποίθηση[Domaine]

-