sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.094s


 » 

analogical dictionary

אוֹטוֹנוֹמיָהαυτοτέλεια, ελευθερία - δημοψήφισμα - פָשִיזם, פשיזםφασισμός - בִּיצוּעεκπλήρωση, εκτέλεση - אִמוּץ @@@אִימוּץ$$$αποδοχή, υιοθεσία - εκλογή, επιλογή - בְּחִירָה מְחָדָש, חֲצִי-επανεκλογή, που ο είναι μισός από κτ. - מִשאָל עָםδημοψήφισμα - קוֹלψήφος, ψηφοφορία - בחירות כלליותβουλευτικές εκλογές - primary, primary election (en) - הַצבָּעָהψήφιση, ψηφοφορία - secret ballot (en) - veto (en) - לְייַצֵבσταθεροποιώ - מִשתָתֵף בְּמַסָע הַסבָּרָהαυτός που διεξάγει μια εκστρατεία, εκστρατεύων - אֶזרָחκάτοικος, πολίτης - אֲכִיפּהεπιβολή, εφαρμογή - שִלטוֹןαρχές, διακυβέρνηση, εξουσία, κυβέρνηση, κυριαρχία - abolitionist, emancipationist (en) - ελεύθερος πολίτης - אוּמָה, בְּנֵי-אָדָם, לְאוֹםέθνος, λαός - לְהָגֵרμεταναστεύω - לִקפוֹץ עַל הַהִזדַמנוּתδέχομαι με ενθουσιασμό - טְרוֹרִיזְם - מוֹעָמָדוּתπροεκλογική εκστρατεία, προεκλογικός αγώνας, υποψηφιότητα - לתת אחריותεγγυώμαι - κοινωνικός έλεγχος - sanction (en) - מִמשָׁלδιακυβέρνηση - גְרִימַת סֵבֶל, הַטָלָה, טִרחָהεπιβολή - κοινωνικοποίηση - חִינוּךανατροφή - ανάθεση - הִתרוֹשֶשוּתεξάντληση, φτώχεια - פִּיוּסκατευνασμός - ειρήνευση - διεθνοποίηση - אַפלָיָה, הָבחָנָהδιάκριση - νομενκλατούρα - ageism, agism (en) - heterosexism (en) - נפוטיזםνεποτισμόσ, οικογενειοκρατία, φιλοσυγγενεία - ρατσισμός - sexism (en) - antifeminism, chauvinism, male chauvinism (en) - תִקנוּןπρότυπα, τυποποίηση - יִיצוּבσταθεροποίηση - αντίσταση - לְהִלָחֵם לְמָעַןμάχομαι για, προασπίζω, υπερασπίζομαι - δράση - תְמִיכָהστήριξη, συμπαράσταση, υποστήριξη - συνηγορία, υπεράσπιση - αιγίδα, προστασία - חסותχορηγία, χρηματοδότηση - אִישוּר, הַסָבָהεπιδοκιμασία, οπισθογράφηση, υποστήριξη - אִישוּר, הַסְכָּמָהέγκριση - εκδημοκρατισμός - הִשתַתפוּתσυμμετοχή - περιβάλλω - certify, endorse, indorse (en) - לְהַצבִּיע - φιλελευθεροποιώ - εκπροσωπώ - לִמשׁוֹל, לִשלוֹטάρχω , εξουσιάζω, κυβερνώ - grind down, tyrannise, tyrannize (en) - אֶזרָחִי, עִרוֹנִי @@@עִירוֹנִי$$$, עירוני, עירוניתαστικός - פָשִיסטִיφασίστας, φασιστικός - פַּטרִיוֹטִיוּתπατριωτισμός - defence policy, defence program, defense policy, defense program (en) - Χαρτισμός - מָדַעֵי הַמדִינָהπολιτικές επιστήμες - γεωπολιτική - אֲנַרכִיזם, אנרכיזםαναρχισμός - Machiavellianism (en) - centrism, moderatism (en) - שָמרָנוּתσυντηρητικότητα, συντηρητισμός - reaction (en) - δημοκρατικότητα, δημοκρατισμός - social democracy (en) - ελιτισμός - קִיצוֹנִיוּתαδιαλλαξία, εξτρεμισμός - ομοσπονδιακό σύστημα, φεντεραλισμός - νεοφιλελευθερισμός - libertarianism (en) - μοναρχισμόσ, μοναχικόσ βίοσ - Negritude (en) - progressivism (en) - ριζοσπαστισμός - δημοκρατισμός, ρεπουμπλικανισμός - ουτοπικός σοσιαλισμός - μιλιταρισμόσ, στρατοκρατία - מְדִינִיוּת, פּוֹלִיטִיקָהπολιτική, πρόγραμμα - social policy (en) - אַפלָיָה מְתָקֶנֶתπαροχή ευκαιριών σε μειονότητες - foreign policy (en) - interference, intervention (en) - noninterference, nonintervention (en) - manifest destiny (en) - απομονωτισμός - Monroe Doctrine (en) - Truman doctrine (en) - פּוֹרֵשδιαφωνία, διαφωνία με το καθεστώς - דִּיוּן, וִיכּוּחδημόσια επίσημη συζήτηση - הַתקָנָהέναρξη, εγκατάσταση, ορκωμοσία - הַכתָרָה, טֶקֶס הַכתָרָהενθρόνιση, στέψη - ανταγωνισμός πολεμικών εξοπλισμών - εκστρατεία, καμπάνια, πολιτική καμπάνια - IRA, Irish Republican Army, Provisional IRA, Provisional Irish Republican Army, Provos (en) - Tammany, Tammany Hall, Tammany Society (en) - British Commonwealth, Commonwealth of Nations (en) - חֲצַר הַמלוּכָהβασιλική αυλή, οι αυλικοί - government-in-exile (en) - τοπική αυτοδιοίκηση - עםέθνος, κόσμος, λαός, σώμα πολιτών - צִיבּוּר הַבּוֹחָרִיםεκλογείς, εκλογικό σώμα - כנסט, סֶנָט, סֶנָטוֹרγερουσία - Senate, U.S. Senate, United States Senate, US Senate (en) - House of Representatives, U.S. House, U.S. House of Representatives, United States House of Representatives, US House, US House of Representatives (en) - Βουλή των Κοινοτήτων - Βουλή των Λόρδων - רָשוּת מְחוֹקֶקֶתνομοθετικό σώμα - legislative council (en) - Ελεύθερος Κόσμος - Τρίτος Κόσμος - ארץκράτος, πατρίδα, πολιτεία, χώρα - Ναζιστική Γερμανία, Τρίτο Ράιχ - member (en) - σύμμαχοι - Arab League (en) - האיחוד האירופיΕυρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκη Κοινότητα - נאט״וΝΑΤΟ, ΟΒΣ, Οργάνωση των Χωρών του Βορειοατλαντικού Συμφώνου - Οργάνωση Αμερικάνικων Κρατών - OPEC, Organization of Petroleum Exporting Countries, Organization of Petroleum-Exporting Countries (en) - δύναμη - city state, city-state (en) - κράτος, πολιτεία - μάζα, όχλος - AFL-CIO, American Federation of Labor and Congress of Industrial Organizations (en) - אֵזוֹר בְּחִירוֹת, מחוז בחירהεκλεκτορικό σώμα, εκλογική περιφέρεια, εκλογικό σώμα - electoral college (en) - πολιτική μηχανή - λαϊκό μέτωπο - διεθνής οργανισμός - ΚΑΚ, Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών - Ηνωμένα Έθνη, Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών - אִחוּד @@@אִיחוּד$$$, בְּרִיתομοσπονδία - פֶדֶרַציָהομοσπονδία - ένωση - בֵּית הַנִבחָרִים, לִשכָּהαίθουσα, τμήμα της Βουλής - בֵּית-נִבחָרִיםβουλή, κοινοβούλιο - Knesset, Knesseth (en) - Oireachtas (en) - συνδικαλισμόσ - cadre, cell (en) - resistance, underground (en) - רֶפּוּבּלִיקָה - ηγεμονία - ολιγαρχία - πλουτοκρατία - τεχνοκρατία - מוֹנַרכיָה, שִׁלטוֹן מְלוּכָנִיμοναρχία - διαρχία - מושבהαποικία - מִשׁלַחַת, מִשׁלָחַת, נְצִיגוּתαντιπροσωπεία, επιτροπή - diplomatic mission (en) - דִיקטָטוּרָה, דיקטטורהδικτατορία, η εξουσία του δικτάτορα, ολοκληρωτισμός - αστυνομικό κράτος, αστυνόμευση - תְנוּעָהκίνημα - παράταξη - Age of Reason, Enlightenment (en) - burgh (en) - rotten borough (en) - English, English people (en) - העם הצרפתי, צרפתים Γάλλοι - הַנהָלָה, מִנְהָלָן, מֶנָהֵלδιαχειριστής, διοικητικό στέλεχος - δημοτικόσ σύμβουλοσ - אֲנַרכִיסט, מַאֲמִין בְּאֲנַרכיָה, מַהֲפּכַןαναρχικός, συνδικαλιστήσ - απόστολοσ - Blimp, Colonel Blimp (en) - דֶמוֹקרָט, דמוקרט, דמוקרטיתαντιβασιλικός, δημοκράτης, δημοκρατικός - αποστάτης, αρνησίθρησκος, δειλός - Γενίτσαροι, γενιτσάροσ - פַּטרִיוֹטεθνικιστής, πατριώτης - פּוֹלִיטִיקַאיπολιτικός, πολιτικός άνδρας - מוֹשֵלνομάρχης - יְמָנִיδεξιός - αποστάτησ - Secretary General (en) - κοινωνικόσ λειτουργόσ - προεδρεύων - סוּפרָגִ'יסטִיתσουφραζέτα, υποστηρίκτρια γυναικείας ψήφου, υποστηρίκτρια της γυναικείας ψήφου - union representative (en) - בּוֹחֵר, מְכּונֶנֶת, מַצבִּיעεκλογέας, ψηφοφόρος - Malcolm Little, Malcolm X (en) - רוֹבαπόλυτη πλειοψηφία, πλειοψηφία - δημόσιο αξίωμα - שָׁלוֹם - אֲנַרכיָה, הֶפקֵרוּתαναρχία, αταξία - εμπόλεμη κατάσταση - מִלחֲמָה קָרָהψυχρός πόλεμος - עַצמָאוּתανεξαρτησία, αυτονομία - עַצמָאוּתαυτάρκεια, αυτοδυναμία, αυτοπεποίθηση[Domaine]

-