sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.156s


 » 

analogical dictionary

φάρυγγας - βρέγμα - beak, honker, hooter, nose, nozzle, schnoz, schnozzle, snoot, snout (en) - μετακάρπιο - προγόμφιος - θηλή, θηλή μαστού, θηλή στήθους, πιπίλα, πιπίλα μπιμπερό, ρώγα - sebaceous matter, sebum, skin fat, tallow (en) - βοθρίο, φοβέα, ωχρά κηλίδα - αυτοψία, νεκροψία - λίπος, λιπώδης ιστός - popliteal vein, vena poplitea (en) - ανώνυμη φλέβα, βραχιονοκεφαλική φλέβα - εκσπερματιστικός σωλήνας - vasoconstriction (en) - ελαφοκέρατο, κέρατο ελαφιού - ψευδοπόδιο - blastocele, blastocoel, blastocoele, cleavage cavity, segmentation cavity (en) - έμβρυο - ovipositor (en) - archenteron (en) - blastopore (en) - notochord (en) - amnion, amnios, amniotic sac (en) - chorion (en) - allantois (en) - αντίχειρας - craw, crop, maw (en) - λειρί - furcula (en) - γιάντεσ, κλειδοκόκκαλο - τρίχα - sensory hair, vibrissa, whisker (en) - ctenidium (en) - πρόλοβοσ, στόμαχοσ πτηνού - έλυτρο - νύχι, νύχι αρπακτικού, νύχι αρπαχτικού - δαγκάνα - ουρά - ασπόνδυλο πόδι, πόδι - μαστός - πρώτο στομάχι μηρυκαστικού - τρίτο στομάχι μηρυκαστικού - τέταρτο στομάχι μηρυκαστικού - lateral line, lateral line organ (en) - pelvic fin, ventral fin (en) - ψαροκόκαλο - preen gland, uropygial gland (en) - φτερό πτήσης - μπαρμπούνι - amnic, amnionic, amniotic (en) - αρτηριακός - prothorax (en) - caecal, cecal (en) - excretory (en) - μήρου - ωλένησ, ωλένιοσ - ομφαλικόσ - καρδιακός - cardiovascular (en) - επιδερμικόσ - ectodermal, ectodermic (en) - lachrymatory, lacrimatory (en) - γλωσσίδικοσ, γλωττίδικοσ - γενετήσιος, γεννητικός - λαρυγγικός - μητρικόσ - synaptic (en) - πνευμονικόσ - φαρυγγικόσ - κοιλιακόσ - αδενικός - ουρικόσ - secondary sex character, secondary sex characteristic, secondary sexual characteristic (en) - κορμί - ανατομία, ανθρώπινο σώμα, σωματική κατασκευή, σώμα - πτώμα, σώμα - σύστημα - περιοχή σώματος, χώρα - sulcus (en) - central sulcus, fissure of Rolando, Rolando's fissure, sulcus centralis (en) - ερωτογενής ζώνη, ερωτογόνος περιοχή - carina (en) - chiasm, chiasma, decussation (en) - chiasma opticum, optic chiasm, optic chiasma (en) - νεύρο φτερού, νεύρο φύλλου, πλευρά - πλέγμα - νευρικό πλέγμα - σύστημα - δέρμα - επιθήλιο - επιδερμίδα - endothelium (en) - mesothelium (en) - εσώτατη στοιβάδα επιδερμίδας, χόριο - βλαττίδα, δερματική κηλίδα, σπίλος - κέγχριο, λευκή δερματική κηλίδα - μπιμπίκι, φαγέσωρας - πόρος, πόρος δέρματος - αγωγός - microtubule (en) - ουροφόρος σωληνίσκος - τριχοειδή αγγεία νεφρών - δίοδος - meatus (en) - άνοιγμα, στόμιο - οπή αναπνοήσ, φυσητήρ - αγωγός, σωλήνας - antrum Highmori, antrum of Highmore, maxillary antrum, maxillary sinus, nasal sinuses, paranasal sinuses (en) - nasal sinus, paranasal sinus, sinus paranasales (en) - τρίχα, τρίχωμα - μουσάκι, υπογένειο - ιστός - κρέας, σάρκα - αθήρωμα - cellulite (en) - κόκαλο - αστράγαλος - navicular, os scaphoideum, scaphoid bone (en) - lunate bone, os lunatum, semilunar bone (en) - cuneiform bone, os triquetrum, pyramidal bone, triquetral, triquetral bone (en) - os pisiforme, pisiform, pisiform bone (en) - os trapezoideum, trapezoid, trapezoid bone (en) - capitate, capitate bone, os capitatum (en) - hamate, hamate bone, os hamatum, unciform bone (en) - ζυγωματικά οστά, ζυγωματικό - κλείδα του ώμου, οστό της κλείδας - κόκκυξ - οστό πτέρνας - hyoid, hyoid bone, os hyoideum (en) - γοφός, ισχίο, ισχιακό οστό - κάτω γνάθοσ, σιαγόνι - articulatio temporomandibularis, mandibular joint, temporomandibular joint (en) - ρινικό οστό - os palatinum, palatine, palatine bone (en) - kneecap, kneepan, patella (en) - παΐδι, πλευρό - ιερό οστό - οστό της ωμοπλάτης - ακρώμιο - σησαμοειδές οστούν - σφηνοειδές οστό - στέρνο - λαβή στέρνου - os temporale, temporal bone (en) - maxilla, maxillary, upper jaw, upper jawbone (en) - σπόνδυλος - κόγχη, σφηνοειδής κοιλότητα - συνδετικός ιστός - χόνδρος, χόνδρος κρέατος - μηνίσκοσ - muscle, musculus (en) - προσαγωγός, προσαγωγός μυς - τένοντας - νευρικός ιστός - γάγγλιο - organ (en) - anlage, primordium (en) - εσωτερικό όργανο - εντόσθια - αισθητήριος υποδοχέας, υποδοχέας - αισθητήριο όργανο θερμότητας - ακουστικό σύστημα, σύστημα ακοής - οπτικό σύστημα, σύστημα όρασης - κτ. που έχει το σχήμα γλώσσας - γλωσσίδα, γλωττίδα - επιγλωττίδα - στόμα - μπούκα - στόμα - στοματική κοιλότητα - antrum (en) - ούλο - νεογιλός, πρώτο δόντι - κυνόδοντας, σκυλόδοντο - κοπτήρας - φρονιμίτης - root canal (en) - αδαμαντίνη, σμάλτο - cement, cementum (en) - αμυγδαλή, υπερώια αμυγδαλή - σταφυλή - μαλακή υπερώα - εκλεπτυσμένη αίσθηση γεύσης, ουρανίσκος, υπερώα - μάτι, οφθαλμός - σύνθετο μάτι - κυτταρικό τοίχωμα - χοριοειδής χιτώνας - brow, eyebrow, supercilium (en) - βλέφαρο, ματόφυλλο - βλεφαρίδα - επιπεφυκώς υμένας - κερατοειδής, κερατοειδής χιτώνας - pterygium (en) - υδατοειδές υγρό του οφθαλμού - υαλώδες σώμα, υαλώδες υγρό - διάφραγμα - τυμπανική μεμβράνη αυτιού, τύμπανο αφτιού - κρυσταλλοειδής φακός, κρυσταλλοειδής φακός του ματιού - αυτί, αφτί - έσω αυτί, έσω ους, εσωτερικό αυτί - σύστημα λαβύρινθου - εξωτερικό αυτί - πτερύγιο, πτερύγιο αυτιού - cauliflower ear (en) - mediastinum (en) - ευσταχιανή σάλπιγξ - anvil, incus (en) - εσώτατο οστάριον του ωτόσ - meninges, meninx (en) - mucosa, mucous membrane (en) - περιοστέο - αδένας, εκκριτικό όργανο - glandulae sebaceae, sebaceous follicle, sebaceous gland (en) - εξωκρινής αδένας - ενδοκρινικό σύστημα - θυρεοειδής, θυρεοειδής αδένας - παραθυρεοειδής, παραθυρεοειδής αδένας - επινεφρίδιος αδένας, τα επινεφρίδια - δακρυϊκός αδένας - θύμος αδένας - kidney, ren (en) - αορτή - αρτηρίδιο - μασχαλιαία αρτηρία - βασική αρτηρία - βραχιόνιος αρτηρία - κοινή καρωτιδική αρτηρία - εξωτερική καρωτιδική αρτηρία - εσωτερική καρωτιδική αρτηρία - κοιλιακή αρτηρία - circle of Willis (en) - μηριαία αρτηρία - common iliac artery (en) - external iliac artery (en) - hypogastric artery, internal iliac artery (en) - γλωσσική αρτηρία - inferior mesenteric artery (en) - superior mesenteric artery (en) - πνευμονική αρτηρία - νεφρική αρτηρία - υποκλείδια αρτηρία - σπονδυλική αρτηρία - azygos, azygos vein, azygous vein, vena azygos (en) - μηριαία φλέβα - βάλανος πέους, κεφάλι πέους - ηπατική φλέβα - external iliac vein (en) - common iliac vein (en) - σφαγίτιδα, φλέβα του λαιμού - εσωτερική σφαγίτιδα φλέβα - ηπατική πυλαία φλέβα - πνευμονική φλέβα - νεφρική φλέβα - μεγάλη φλέβα ποδιού - σπληνική φλέβα - υποκλείδια φλέβα - χοληδόχος κύστη - κοινός χοληφόρος πόρος, χοληφόρος οδός - πάγκρεας - παγκρεατικός σωλήνας - πνεύμονας - pleural cavity (en) - heart, pump, ticker (en) - βηματοδοτικός ιστός κοιλίας, βηματοδότης - atrioventricular bundle, atrioventricular trunk, bundle of His, truncus atrioventricularis (en) - μυοκάρδιο - chamber (en) - cardia (en) - λεμφικό σύστημα - θωρακική οδός - λεμφικό αγγείο - αγγείο - ουσία σώματος, υγρό σώματος - breast milk, mother's milk (en) - colostrum, foremilk (en) - αμνιακό υγρό, νερό - ματώνω - αιμοφόρο κύκλωμα, κυκλοφορία του αίματος - ορός, ορός αίματος - γαλακτώδες υγρό, χυλός - σπέρμα, σπερματικό υγρό, υγρό εκσπερμάτωσης - γαστρικό υγρό - αψιθυμία, οξυθυμία, χολή - ορμόνη - noradrenaline, norepinephrine (en) - ACTH, adrenocorticotrophic hormone, adrenocorticotrophin, adrenocorticotropic hormone, Adreno-Cortico-Tropic Hormone, adrenocorticotropin, corticotrophin, corticotropin (en) - αδρεναλίνη, επινεφριδίνη - glucagon (en) - gonadotrophic hormone, gonadotrophin, gonadotropic hormone, gonadotropin (en) - ινσουλίνη - melatonin (en) - oxytocin, Pitocin (en) - secretin (en) - growth hormone, human growth hormone, somatotrophic hormone, somatotrophin, somatotropic hormone, somatotropin, STH (en) - ADH, antidiuretic hormone, Pitressin, vasopressin (en) - prostaglandin (en) - synovia, synovial fluid (en) - βλέννα - σάλιο - smegma (en) - πύο, πύον - leucorrhea, leukorrhea (en) - αιμοφόρο αγγείο - inferior vena cava, postcava (en) - precava, superior vena cava (en) - μεμβράνη - αμφιβληστροειδής, αμφιβληστροειδής χιτώνας - περιτόναιο - endocardium (en) - περικάρδιο - mesentery (en) - λεμφαδένας, λεμφογάγγλιο - dictyosome, Golgi apparatus, Golgi body, Golgi complex (en) - nucleole, nucleolus (en) - χρωματίνη - μιτοχόνδριο - κυτταρικό όργανο - centriole (en) - ribosome (en) - κενοτόπιο, χυμοτόπιο - σκληρός χιτών ματιού - semipermeable membrane (en) - αιμοσφαίριο - λεμφοκύτταρο - blind spot, optic disc, optic disk (en) - προειδοποιητικός κώνος που απαγορεύει τη στάθμευση - retinal rod, rod, rod cell (en) - αναπαραγωγικό κύτταρο - αρσενικός γαμέτης, σπέρμα, σπερματοζωάριο, σπερματοκύτταρο - acrosome (en) - αυγό, ωάριο - muscle cell, muscle fiber, muscle fibre (en) - ανοσοποιητικό σύστημα - νευρικό σύστημα - νευρικό κέντρο - νευρικό κύτταρο, νευρώνας - κύτταρο εγκεφάλου - κινητικός νευρώνας - νευρογλοιακό κύτταρο - astrocyte (en) - oligodendrocyte (en) - νευράξονας - δενδρίτης - κόνδυλος - αιχμή, κόκκοσ - σύναψις - νευρική ίνα - εγκεφαλικό ημισφαίριο - οσφρητικό νεύρο - οπτικό νεύρο - fifth cranial nerve, nervus trigeminus, trigeminal, trigeminal nerve, trigeminus (en) - νεύρο του προσώπου - nervus vagus, pneumogastric, pneumogastric nerve, tenth cranial nerve, vagus, vagus nerve, wandering nerve (en) - accessory nerve, eleventh cranial nerve, nervus accessorius, spinal accessory (en) - κεντρικό νευρικό σύστημα - μυαλό - archipallium, paleocortex (en) - μετεγκέφαλος - dura, dura mater (en) - pia mater (en) - φαιά ουσία - substantia alba, white matter (en) - υπόφυση - αδενοϋπόφυση, πρόσθια υπόφυση - νευροϋπόφυση - επίφυση, κωνάριο, κωνάριον - islands of Langerhans, isles of Langerhans, islets of Langerhans (en) - παρεγκεφαλίδα - εγκεφαλικός φλοιός - Broca's area, Broca's center, Broca's convolution, Broca's gyrus, convolution of Broca (en) - visual area, visual cortex (en) - sensory speech center, Wernicke's area, Wernicke's center (en) - μεσολόβιο, τυλώδες σώμα - εγκέφαλος - fold, plica (en) - frontal lobe (en) - parietal cortex, parietal lobe (en) - occipital cortex, occipital lobe (en) - temporal ccortex, temporal lobe (en) - προμήκης μυελός - αμυγδαλή, αμυγδαλοειδής πυρήνας - πρόσθιος εγκέφαλος - έλικας ιππόκαμπου, ιππόκαμπος εγκεφάλου - διάμεσος εγκέφαλος, διεγκέφαλος - claustrum (en) - κέντρο αισθημάτων εγκεφάλου, κέντρο κίνησης εγκεφάλου, μεταιχμιακό σύστημα εγκεφάλου - θάλαμος εγκεφάλου - υποθάλαμος - also accented as mesegkéfalos, μέσος εγκέφαλος, μεσεγκέφαλος - γέφυρα, ουαρόλειος γέφυρα - brainstem, brain stem, brain-stem (en) - νωτιαίος μυελός, χορδή - εγκεφαλονωτιαίο υγρό - περιφερικό νευρικό σύστημα - ακούσιο νευρικό σύστημα, αυτόνομο νευρικό σύστημα, φυτικό νευρικό σύστημα - συμπαθητικό νευρικό σύστημα - παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα - brachial plexus, plexus brachialis (en) - cervical plexus, plexus cervicalis (en) - choroid plexus, plexus choroideus (en) - αναπαραγωγικό σύστημα - ουροποιητικό σύστημα - αναπνευστικό σύστημα - καρδιαγγειακό σύστημα, κυκλοφορικό σύστημα - ουροδόχος κύστη - ουρητήρας - ουρήθρα - όργανο αναπαραγωγής - γεννητικό όργανο, εξωτερικά γεννητικά όργανα - bursa (en) - cheek pouch (en) - marsupium (en) - κύστη όρχεος, όσχεο - cyst, vesicle (en) - αδένασ, περικάρπιο - hair follicle (en) - ωχρό σωμάτιο - σάλπιγγα, σάλπινξ, ωαγωγός ωοθήκης - μήτρα - endometrium (en) - ομφάλιος λώρος - γυναικείος κόλπος, κόλπος - αιδοίο, μουνί - υμένασ - εφηβαίο, όρος της Αφροδίτης - μεγάλο χείλος - μικρό χείλος - κλειτορίδα - αδένας Κάουπερ, βολβοουρηθραίος αδένας - Bartholin's gland, Bartholin's glands (en) - αρχίδι, όρχις - επιδιδυμίδα - σπερματικός πόρος - πέος, φύση, όργανο - εργαλείο, καυλί, παπάρα, παπάρι, πουλί, πούλος , πούτσα, πούτσος, τσουτσούνι, ψωλή - σπερματοδόχος κύστη - spermatic cord (en) - ρινική κοιλότητα - λάρυγγας - arytaenoid, arytenoid, arytenoid cartilage (en) - θυρεοειδής χόνδρος, καρύδι, μήλο του Αδάμ - φωνητικές χορδές - βρογχικός σωλήνας - λεπτός βρόγχος - αναπνευστική οδός, τραχεία - πεπτική οδός, πεπτικός, πεπτικός σωλήνας - σιελογόνοι αδένες - παρωτίδες, παρωτίδες αδένες - υπογλώσσιος αδένας - υπογνάθιος αδένας - οισοφάγος - έντερο, χορδή από έντερο - λεπτό έντερο - δωδεκαδάκτυλο - πυλωρόσ - νήστιδα - ειλεός - παχύ έντερο - τυφλό έντερο - σιγμοειδές κόλον - σκωληκοειδής απόφυση - απευθυσμένο, ορθό, το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου - πρωκτός - περίνεο - caput, head (en) - skull (en) - κρανίο, νεκροκεφαλή, περίβλημα εγκεφάλου - forehead, frontal bone, os frontale (en) - parietal bone (en) - occipital bone (en) - μαστοειδής απόφυση - αρθρικός σύνδεσμος - cervix, neck, throat, -throated (en) - αυχένας, σβέρκος - δελτοειδής, δελτοειδής μυς - μασχάλη, μασχαλιαία κοιλότητα - κορμός, κορμός σώματος, σώμα - μεριά, πλευρό - θώρακας, στήθος - θωρακική κοιλότητα - μαστικός αδένας, μαστός - βύζι, μαστός, στήθος - δαχτυλιδένια μέση, λεπτή μέση - κοιλιά, μπάκα, στομάχι - αφαλός, ομφαλός - κοιλιά, στομάχι - πλατύς ραχιαίος μυς - γλουτοί, καβάλος, κωλομέρια, νώτα, οπίσθια, οπίσθια ρούχου) - κωλομέρι, οπίσθιο - άκρο, μέλος του σώματος - γάμπα - μηρός, μπούτι - foot, human foot, pes (en) - μπράτσο - μοιρασιά στα χαρτιά, χέρι - γροθιά, μπουνιά - άκρη του δαχτύλου, ακροδάχτυλο - δείκτης, δείχτης - αριστερός παράμεσος, δακτυλιώτης, δαχτυλιδάς, παράμεσος, παράμεσος αριστερού χεριού - μέσος, μεσαίο δάχτυλο - δαχτυλάκι, μικρό δάκτυλο, ο μικρός, ωτίτης - ισχιακό νεύρο - πρόσθιο μηριαίο νεύρο - ωλένιος νεύρο - nervus spinalis, spinal nerve (en) - μείζων γλουτιαίος μυς - σφιγκτήρας - tensor tympani (en) - μηριαίο οστό - γαστροκνημιαίος μυς - soleus, soleus muscle (en) - μεγάλο δάχτυλο ποδιού - πτέρνα - αστράγαλος - Αχίλλειος τένοντας - τρικέφαλος βραχιόνιος μυς - επίπεδη κατασκευή, πλάκα, ταμπέλα - facia, fascia (en) - απονεύρωση - νύχι - articulatio radiocarpea, carpus, radiocarpal joint, wrist, wrist joint (en) - ενδοσκελετός - εξωσκελετός - ραχοκοκαλιά, σπονδυλική στήλη - ραπτικός μυς - στερνοκλειδοϋοειδής μυς - βραχιόνιο οστό - ωλένη - περόνη - κνήμη, κνημιαίο οστό - μετατάρσιο - ταρσός - άρθρωση - acetabulum, cotyloid cavity (en) - πρόσωπο, όψη - χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό προσώπου - rotator cuff (en) - serosa, serous membrane (en) - synovial membrane, synovium (en) - cornu (en) - labrocyte, mast cell, mastocyte (en) - νευροανατομία - κυτταρολογία - ιστολογία - διαστολή - συστολή - βάση - blood-brain barrier (en) - σώμα - buffalo chip, chip, cow chip, cow dung (en) - κέλυφος, τσόφλι - ανατόμος - Andreas Vesalius, Vesalius (en) - ostiole (en) - πολφός, σάρκα φρούτου, ψίχα φρούτου - ξύλωμα - τραχεία - μερίστωμα - calving (en) - γέννα - fibrinolysis (en) - citric acid cycle, Krebs citric acid cycle, Krebs cycle, tricarboxylic acid cycle (en) - ovulation (en) - γέννα, τοκετός - breadth index, cephalic index, cranial index (en) - λοχεία - βουβώνας - genu valgum, knock-knee, tibia valga (en) - sex hormone, steroid, steroid hormone (en) - Lipo-Lutin, progesterone (en) - progestin, progestogen (en) - androgen, androgenic hormone (en) - androsterone (en) - Durabolin, Kabolin, nandrolone (en) - testosterone (en) - follicle-stimulating hormone, FSH (en) - ICSH, interstitial cell-stimulating hormone, LH, luteinizing hormone (en) - estrogen, oestrogen (en) - DES, diethylstilbestrol, diethylstilboestrol, stilbestrol, stilboestrol (en) - estrone, Estronol, oestrone, theelin (en) - adrenal cortical steroid, adrenocortical steroid, corticoid, corticosteroid (en) - mineralocorticoid (en) - glucocorticoid (en) - aldosterone (en) - Cortef, cortisol, hydrocortisone, Hydrocortone (en) - κορτιζόνη - Deltasone, Liquid Pred, Meticorten, Orasone, prednisone (en) - Decadron, dexamethasone, Dexamethasone Intensol, Dexone, Hexadrol, Oradexon (en) - royal jelly (en) - catecholamine (en) - περιττώματα - ''colloquial'' σκατά, κόπρανα, περιττώματα, σκατά - crap, dirt, poop, shit, shite, turd (en) - meconium (en) - melaena, melena (en) - fecula (en) - pee, piddle, piss, urine, water, wee, weewee, wee-wee (en) - guano (en) - medulla, myelin, myeline (en) - melanocyte-stimulating hormone, MSH (en) - thyroid-stimulating hormone, thyrotrophic hormone, thyrotrophin, thyrotropic hormone, thyrotropin, TSH (en) - anabolic, anabolic steroid, anabolising (en) - erythrocyte sedimentation rate, ESR, sedimentation rate, sed rate (en) - heart rate, pulse, pulse rate (en) - menstrual cycle (en) - luteal phase, secretory phase (en)[Domaine]

-