sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.032s


 » 

analogical dictionary

sự đếnάφιξη - landing (en) - sự gửi điαποστολή - cầu treoκρεμαστή γέφυρα - κανάλι μεταφοράς νερού - quốc lộ lớn, xa lộ, đường cao tốcμεγάλος δρόμος ταχείας κυκλοφορίας - driving (en) - endurance riding (en) - bầy côn trùng, đàn chimπτήση, σμήνος - προσπέρασμα - u-turn (en) - sự lạc đề, sự lệch, sự trệch hướngεκτροπή, παρέκκλιση - miệng cốngστόμιο υπονόμου - σιδηρόδρομος, τρένο - mang vácαίρω, βαστάζω, μεταφέρω, υποβαστάζω, φέρω - mang, vácκουβαλώ, μεταφέρω - chuyển động, đi, đi tới, đi đếnκινούμαι, περπατώ, πηγαίνω - làm hoa tiêuθαλασσοπορώ, ιστιοδρομώ, οδηγώ, πλοηγώ, ταξιδεύω με πλοίο - chặn, chèn, chuyển động nhẹ nhàng, nhét gọn, thoát, trượt, tuột, tuột ra khỏi, đút nhanhγλιστράω, γλιστρώ, γλιστρώ στα πλάγια, ντελαπάρω, ολισθαίνω, φορώ βιαστικά, χώνω στα κλεφτά - lật úpαναποδογυρίζω, ανατρέπομαι, μπατάρω, τουμπάρω - đi bằng ô tôοδηγώ, πηγαίνω με το αυτοκίνητο - μεταφέρω - bán, chụp ảnh, ghi chép, lấy đi, mang lại, mua, nhận, đem điάγω, αγοράζω, λαμβάνω, παίρνω, πηγαίνω κπ. ή κτ. κάπου, φέρνω - giúp hồi tưởng lại, làm nhớ lại, nhắc nhở, đem trả lạiγυρίζω κτ. πίσω, επανέρχομαι, επαναφέρω, επιστρέφω, θυμίζω, θυμίζω κτ. σε κπ., ξαναγυρίζω - είμαι αγωγός, εκπέμπω, μεταφέρω - change, transfer (en) - đường vàoπρόσβαση - airbus (en) - αεροπλάνο , αεροσκάφος - sân bay, sân bay nhỏαεροδρόμιο, αερολιμένας, μικρό στρατιωτικό αεροδρόμιο - máy bay dân dụng loại lớnαεροπλάνο της γραμμής - máy bay, máy bay , phi cơ, tàu bayαεροπλάνο, αεροσκάφος - khí cầuαερόπλοιο, πηδαλιουχούμενο - tên lửa không đối không - tên lửa không đối đất - xe cấp cứu, xe cứu thươngασθενοφόρο, νοσοκομειακό - xe lội nước, xe tăng lội nướcαμφίβιο όχημα - ABM, antiballistic missile (en) - autobahn (en) - αυτόγυρο, ελικόπτερο αεροπλάνο - trục bánh xeάξονας τροχού - xe đẩy em bé, xe đẩy trẻ con, xe đẩy trẻ emκαροτσάκι για μωρά, καροτσάκι μωρού, παιδικό καροτσάκι - συναρμολογούμενη γέφυρα - tên lửa đạn đạoβαλλιστικός πύραυλος - xe ba gác, xe cút kítδίτροχο καροτσάκι, χειράμαξα - xe có ngăn riêng để hành lýαυτοκίνητο στέισον βάγκον, στέισον βάγκον - chỗ uốnκαμπή, καμπύλη, στροφή - Bá-linhΒερολίνο, τετράτροχη άμαξα - xe đạp thường - xe đạp đôiδίδυμο ποδήλατο - διπλανό, διπτέρυγο αεροπλάνο - μικρό αερόστατο - αδιέξοδο - body (en) - bookmobile, mobile library (en) - cái phanh, sự kiềm chế - cái cầu - broad gauge (en) - máy ủi, xe ủi đấtμπουλντόζα - bumper car, Dodgem (en) - καρότσα - αρθρωτή γέφυρα - ερπύστρια, κάμπια - cog railway, rack railway (en) - σκεπαστή γέφυρα - διασταύρωση - αδιέξοδο - δισκόφρενο - dive bomber (en) - xa lộ hai chiềuδρόμος διπλής κατεύθυνσης - dogcart (en) - cầu kéoκινητή γέφυρα, κρεμαστή γέφυρα - drone, pilotless aircraft, radio-controlled aircraft, UMA, uninhabited aerial vehicle, uninhabited air vehicle, unmanned aerial vehicle, unmanned aircraft, unmanned air vehicle (en) - drum brake (en) - ανατρεπόμενο φορτηγό - εναέριο τρένο - ανάχωμα - cổng vào, cửa vào, lối vàoείσοδος - προφυλακτήρας, φτερό αυτοκινήτου - máy bay tiêm kích - πυροσβεστική αντλία - γέφυρα πεζών - σύστημα τροφοδοσίας - thân máy bayάτρακτος αεροσκάφους - cổng ra vàoείσοδος, πύλη - tàu lượnανεμοπλάνο, ανεμόπτερο - glove compartment, glove locker (en) - grade separation (en) - tên lửa điều khiểnκατευθυνόμενο βλήμα, τηλεκατευθυνόμενο βλήμμα - gurney (en) - phanh tayχειρόφρενο - τιμόνι ποδηλάτου - hand truck, trolley, truck (en) - đèn phaπροβολέας, προβολέας αυτοκινήτου - xe tangνεκροφόρα - quốc lộαυτοκινητόδρομος, δημόσιος δρόμος, εθνική οδός - mui xe, nắp xeκαπό αυτοκινήτου - αερόστατο - hot rod, hot-rod (en) - tên lửa liên lục địa - xe jipτζιπ - xe kéoχειράμαξα - λαντώ - χώρος προσωρινής στάθμευσης σε αυτοκινητόδρομο - xe li-mu-dinλιμουζίνα - xe tảiφορτηγό - Mackinac Bridge (en) - manhole cover (en) - xe điện ngầmμετρό, υπόγειος σιδηρόδρομος - μοτοποδήλατο, παπάκι, παπί - minivan (en) - hàoτάφρος - đường một rayμονός σιδηρόδρομος - xe đạp máyμηχανάκι - mô tô, xe mô tôδίκυκλο, μηχανή, μοτοποδήλατο, μοτοσικλέτα - αυτοκινούμενο όχημα - xe đạp leo núiποδήλατο ανώμαλου δρόμου - ανατολικό φορείον - διάβαση - pickup, pickup truck (en) - κλούβα αστυνομίασ - πολεμίστρα - rail (en) - tàu điện ngầmμέσο μαζικής μεταφοράς, μέσο ταχείας μεταφοράς - roadster, runabout, two-seater (en) - σιδηροδρομικά βαγόνια - ship canal, shipway (en) - toa hành lý, xe cút kít, xe đẩy, xe đẩy hành lýκαροτσάκι, καροτσάκι αποσκευών, τρόλεϊ αποσκευών - đường tắtο συντομότερος δρόμος, σύντομος δρόμος - Sno-cat (en) - snowplough, snowplow (en) - sounding rocket (en) - διαστημικόσ εξερευνητήσ - spill, spillway, wasteweir (en) - xe hơi đuaδιθέσιο αμάξι, κουπέ, σπορ αυτοκίνητο - ταχυδρομική άμαξα - máy lu - ελαφρή τετράτροχοσ άμαξα - διάδρομος τροχοδρόμησης αεροσκαφών - towing path, towpath (en) - máy kéoγεωργικός ελκυστήρας - δρόμος υποχρεωτικής κυκλικής πορείας - aerial tramway, cable tramway, ropeway, tram, tramway (en) - xe đạp ba bánhτρίκυκλο - xe tảiφορτηγό - twinjet (en) - bộ phận hạ cánh máy bayσύστημα προσγείωσης, σύστημα προσγειώσεως - monocycle, unicycle (en) - cầu cạnοδογέφυρα - βαγόνι - δρόμος - παράθυρο - khí cầu zeppelin - độ dốcκλίση, πλαγιά - δασμολογική προτίμηση - όριο ταχύτητασ - sự va chạmσύγκρουση - εκτροχίαση, εκτροχιασμόσ - διακοπή, παύση, στάση, σταμάτημα - ách tắc giao thôngκυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα - frontier (en) - κίνδυνος - len qua, đường điδρόμος, κατεύθυνση - Erie Canal (en) - kỹ sưμηχανικός, μηχανολόγος, οδηγός τρένου - người đi nhờ xeαυτός που ταξιδεύει με οτοστόπ, ταξιδιώτης - μαστιγωτήσ - οδηγόσ ελέφαντοσ, φύλακασ ελέφαντοσ - hành khách - khách bộ hànhπεζοπόρος, πεζός - παραδιαβάζων, σουλατσαδόροσ - lái xe tảiοδηγός φορτηγού, φορτηγατζήσ - καρραγωγεύσ - sương mù - trọng tảiβάρος - wing loading (en) - freedom of the seas (en)[Domaine]

-