sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.031s


 » 

analogical dictionary

acquisitive (en) - açgözlü, aç gözlü, doymaz, gözü doymaz, gıpta eden, haris, imrenen, para canlısıάπληστος, ζηλόφθονος, λαίμαργος, πλεονέκτης, φιλάργυρος, φιλοκερδής - aşırı hareketli, hiperaktifπαραπολύ ενεργητικόσ - bağımlı, tiryakiεθισμένος - alkole dayalı, alkolikπου προκαλείται από το αλκοόλ - chronic, inveterate (en) - dependant, dependent, drug-addicted, hooked, strung-out, subject (en) - maceracı, maceraseverπεριπετειώδης, ριψοκίνδυνος, τυχοδιωκτικός - başkalarını düşünen, özgecilαλτρουιστικόσ - sarhoşμεθυσμένος, πιωμένος - cana yakın, sevimliευπροσήγορος, προσηνής - introspective, introverted, self-examining (en) - dik başlı, isyankârαντίθετος, δύστροπος - bildiğini okuyan, dediği dedik, dikbaşlı, inatçıεπίμονος, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος, πεισματάρης - ληξιπρόθεσμοσ - çekingen, sokulgan olmayanακοινώνητοσ - kişisel özellikχαρακτηριστικό γνώρισμα - güçlü karakter, kişilik, şahsiyetατομικότητα, προσωπικότητα - hüviyet, kimlik, kişilik, şahsiyetατομικότητα, οντότητα - karakter, takdir edilecek bir özellik, üstün bir özellikυπόσταση, χαρακτήρας - duygusuzlukαπάθεια, στωικισμός - acılık - akıcılık, kolay anlaşılabilmeευφράδεια - az konuşma, suskunlukεπιφυλακτικότητα - canayakınlık, cana yakınlık, nezaket, sevimlilikεγκαρδιότητα, καταδεκτικότητα, προσήνεια - düşüncesizlikαυθορμητισμός, αυθόρμητη ενέργεια - heedfulness, mindfulness (en) - dikkatli olmaεπιφύλαξη - kayıtsızlık, tembellikέλλειψη αυστηρότητας, ατονία, ευκοιλιότησ, ευκοιλιότητα, νωθρότητα, νωχέλεια, χαλάρωση, χαλαρότησ, χαλαρότητα - machismo (en) - dişilik, kadınlık, kadınsı davranış, kadınsılıkθηλυκότητα - güvenilirlik, güvenilmeαξιοπιστία, εμπιστοσύνη - güvenilirlikαξιόπιστο - sorumsuzlukανευθυνότητα - kaypaklıkαναξιοπιστία, ανεύθυνο - dikkatlilik, kusursuzlukενδελέχεια, επιμέλεια, σχολαστικότητα - image, persona (en) - bencillikιδιοτέλεια - bencillik, çıkarcılık, egoistlik, egoizm, hodbinlikεγωισμός, εγωκεντρισμός, προσωπικό συμφέρον - kendine hayranlık, narsizmαυταρέσκεια, αυτοερωτισμός, αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός - hassasiyetαισθαντικότητα, ευαισθησία - cesaret ve dayanıklılık, kahramanlık, korkusuzluk, yiğitlik, yüreklilikγενναιότητα, ηθικό, καρτερία, κότσια, πολεμική αρετή, σθένος, ψυχικό σθένος - korkaklıkανανδρία - azimkârlık, kararlılıkαποφασιστικότητα, επιμονή, σταθερότητα - αποφασιστικότητα - bağlılık, sadakatαφοσίωση, πίστη - adherence, allegiance, fealty, steadfastness (en) - ihanet, sadakatsizlikαπιστία - disiplin, disiplinlilik, disiplinli olma, intizam, nizam2υποταγή, αυτοπειθαρχία, ευπείθεια, πειθαρχία, υπακοή - sadelik, yalınlıkαπλότησ, αυστηρότησ, αυστηρότητα, λιτότητα - çekimser kalma, sakınma, uzak durmaαποχή - εγκράτεια, περιορισμός, συγκράτηση, χαλιναγώγηση - güven, sorumlulukεμπιστοσύνη, ευθύνη - davranışδιαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο - modesty, reserve (en) - uysallıkευπείθεια - davranış, davranış biçimiδιαγωγή, συμπεριφορά, τρόπος, φέρσιμο - eda, görünüş, surat, tavır, yüzήθοσ, τρόποσ, ύφοσ - dakiklikακρίβεια - gecikme, geç kalma, rötar, yavaşlıkβραδύτησ, βραδύτητα - eğilim, istek, meyil, temayülδιάθεση, κλίση, προδιάθεση, προτίμηση, τάση - ανθρωποκεντρισμόσ - yabancı düşmanlığı, ırkçılıkεθνοκεντρισμόσ - leaning, propensity, tendency (en) - Anglophobia (en) - mükemmeliyetçiπερφεξιονιστής, τελειομανής - asabi kimse, ateş püsküren kimse, çabuk parlayan kimse, püsküren volkan, sönmemiş volkan[Domaine]

-