sensagent's content
Lettris
Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.
boggle
Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !
English dictionary
Main references
Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).
Translation
Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.
last searches on the dictionary :
computed in 0.032s
acquisitive (en) - אוֹהֵב בֵּצַע, חֲמדָנוּת, חַמדָן, חוֹמֵד, רְדִיפַת בֶּצַע, רְכוּשָנִי — άπληστος, ζηλόφθονος, λαίμαργος, πλεονέκτης, φιλάργυρος, φιλοκερδής - παραπολύ ενεργητικόσ - מָכוּר לְ- — εθισμένος - בְּהַשְפָּעַת אַלְכּוֹהוֹל — που προκαλείται από το αλκοόλ - chronic, inveterate (en) - dependant, dependent, drug-addicted, hooked, strung-out, subject (en) - הַרְפָתקָן — περιπετειώδης, ριψοκίνδυνος, τυχοδιωκτικός - αλτρουιστικόσ - שִׁיכּוֹר, שִׁכּוֹר — μεθυσμένος, πιωμένος - חָבִיב — ευπροσήγορος, προσηνής - introspective, introverted, self-examining (en) - לְהֵיפֵך, סוֹרֵר — αντίθετος, δύστροπος - עַקשָן, עַקשָׁנוּת — επίμονος, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος, πεισματάρης - ληξιπρόθεσμοσ - ακοινώνητοσ - χαρακτηριστικό γνώρισμα - אִישִיוּת — ατομικότητα, προσωπικότητα - זֶהוּת, יִיחוּד — ατομικότητα, οντότητα - אוֹפִי — υπόσταση, χαρακτήρας - חוֹסֶר הִתרַגשוּת, חוֹסֶר רֶגֶש — απάθεια, στωικισμός - acerbity, acrimoniousness, acrimony, bitterness, jaundice, tartness, thorniness (en) - בְּהִירוּת דִיבּוּר, שֶׁטֶף — ευφράδεια - επιφυλακτικότητα - חָבִיבוּת, לבביות — εγκαρδιότητα, καταδεκτικότητα, προσήνεια - אִימפּוּלסִיבִיוּת — αυθορμητισμός, αυθόρμητη ενέργεια - heedfulness, mindfulness (en) - זְהִירוּת — επιφύλαξη - אִיטִיוּת, רִפיוֹן, רַשלָנוּת — έλλειψη αυστηρότητας, ατονία, ευκοιλιότησ, ευκοιλιότητα, νωθρότητα, νωχέλεια, χαλάρωση, χαλαρότησ, χαλαρότητα - machismo (en) - נָשִיוּת — θηλυκότητα - אָמִינוּת, מְהֵימָנוּת — αξιοπιστία, εμπιστοσύνη - αξιόπιστο - חוֹסֶר אַחרָיוּת — ανευθυνότητα - αναξιοπιστία, ανεύθυνο - יְסוֹדִיוּת — ενδελέχεια, επιμέλεια, σχολαστικότητα - image, persona (en) - ιδιοτέλεια - אָנוֹכִיוּת, טוֹבַת עַצמוֹ — εγωισμός, εγωκεντρισμός, προσωπικό συμφέρον - αυταρέσκεια, αυτοερωτισμός, αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός - רְגִישוּת — αισθαντικότητα, ευαισθησία - . אוֹמֶץ, אֹמֶץ @@@אוֹמֶץ$$$, אוֹמֵץ לֵב, אוֹמֶץ, אוֹמֶץ לֵב, גְּבוּרָה — γενναιότητα, ηθικό, καρτερία, κότσια, πολεμική αρετή, σθένος, ψυχικό σθένος - ανανδρία - הֶחלֵטִיוּת, תְּקִיפוּת — αποφασιστικότητα, επιμονή, σταθερότητα - αποφασιστικότητα - אֱמוִּנים, נֶאֱמָנוּת — αφοσίωση, πίστη - adherence, allegiance, fealty, steadfastness (en) - אִי-נֶאֱמָנוּת — απιστία - מִשמַעַת — 2υποταγή, αυτοπειθαρχία, ευπείθεια, πειθαρχία, υπακοή - פַּשטוּת, צֶנָע — απλότησ, αυστηρότησ, αυστηρότητα, λιτότητα - גְמיִלָה, הִמָנעוּת @@@הִימָנעוּת$$$, הימנעות — αποχή - εγκράτεια, περιορισμός, συγκράτηση, χαλιναγώγηση - נֶאֱמָנוּת — εμπιστοσύνη, ευθύνη - התנהגות — διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο - modesty, reserve (en) - ευπείθεια - צוּרַת הִתנַהֲגוּת — διαγωγή, συμπεριφορά, τρόπος, φέρσιμο - ήθοσ, τρόποσ, ύφοσ - דָייקָנוּת — ακρίβεια - βραδύτησ, βραδύτητα - לִנטוֹת, נְטִייָה — διάθεση, κλίση, προδιάθεση, προτίμηση, τάση - ανθρωποκεντρισμόσ - εθνοκεντρισμόσ - leaning, propensity, tendency (en) - Anglophobia (en) - שוֹאֶף לִשלֵמוּת — περφεξιονιστής, τελειομανής - hothead, hot-tempered person, quick-tempered person, spitfire, wildcat (en)[Domaine]
-