sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.031s


 » 

analogical dictionary

δράση, πράξη行为, 行为;事迹, 行為, 行為;事跡 - δράση, ενέργεια, πράξη活動, 行动, 行動 - δρόμος, κατεύθυνση, πέρασμα, ροή, τρόπος, τρόπος ενέργειας行动方法, 行动步骤,方针, 行動方法, 行動步驟,方針, 行进方向 - performance (en) - τετελεσμένο γεγονόσ - καρποφορία, πραγματοποίηση, συνειδητοποίηση实现, 实现,了解, 實現, 實現,瞭解 - ολοκλήρωση履行;完成 - επίτευξη, πραγματοποίηση - επίτηδες, εσκεμμένωσ故意地, 故意地,为了, 有意识地, 特意地,故意地 - απόδοση, επίδοση, πράξη成績, 成绩 - παγιώνω巩固, 鞏固 - βήμα, ενέργεια, μέτρο措施 - αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι - ενεργοποιώ, θέτω σε λειτουργία使活动, 使活動 - διορθώνω, επανορθώνω糾正,矯正,調整, 纠正,矫正,调整 - καταχρώμαι - βελτιώνω, διορθώνω, διορθώνω κπ., επανορθώνω, επισκευάζω, θεραπεύω, κάνω κπ. καλά恢复健康, 恢復健康, 改正, 糾正, 纠正 - κύκνειο άσμα(诗人,音乐家的)最后作品 - οριοθετώ, περιορίζω限制 - οριοθετώ, περιορίζω, σημειώνω划分出 - block, freeze, immobilise, immobilize (en) - έχω, προσαρμόζομαι, συνηθίζω σε κτ.使...习惯于, 使…習慣於 - κάνω - serialise, serialize (en) - ενδύομαι κομψώσ, ενδύω κομψώσ, στολίζομαι, στολίζω - κουρδίζω, χορδίζω - αφοσιώνομαι, εμμένω, επιμένω, μπορώ不屈不挠, 不屈不撓, 坚持, 堅持 - : τελειώνω, καταλήγω, τελειώνω, τερματίζομαι, τερματίζω終止,結束, 結束, 终止,结束, 结束 - καταπνίγω, συνθλίβω粉碎 - καθιστώ προσωπικόν, προσωποποιώ - απασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόληση所做的事情, 活动, 活動, 消遣活動, 职业,业余消遣, 職業,業余消遣 - 复杂化 - επιχείρηση - ετοιμάζομαι準備 - διαδρομή, πορεία, τροχιά, τρόπος ζωής生活方式, 道路 - διευρύνω, επεκτείνω加寬 - γεμίζω, γεμίζω μέχρι επάνω装满, 裝滿 - οριστικοποιώ把...最后定下来,最后决定, 把…最後定下來,最後決定 - 调解 - 协调, 和谐 - διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω完成 - επεξεργάζομαι处理, 處理 - καθαρίζω - απαθανατίζω使不朽 - απασχόληση, δουλειά, εργασία, προϊόν εργασίας, πόστο作品(成果), 劳动, 勞動, 工作, 工作场所, 工作物 - εργασίες, εφαρμογή, ισχύς, λειτουργία运转, 運轉 - service (en) - δουλειά, εργασία, κάματος - άσκηση, επώδυνη προσπάθεια, κόπος, μόχθος, χρήση运用 - manual labor, manual labour (en) - αμελώ, παραβλέπω, παραλείπω, παραμελώ忽視,寬容, 忽视,宽容 - αποκλείω, εξαιρώ, παρακάμπτω, παραλείπω将...除外, 將…除外, 省去, 省略, 遺漏 - δίνω οδηγίες, καθορίζω規定 - - αγγαρεία家庭杂务, 家庭雜務 - λειτούργημα - τόπος位置 - βούλομαι, επιθυμώ, θέλω, ποθώ希望, 想要, 缺乏, 要 - υποχρέωση - αποστολή, θέλημα使命, 差事, 差使 - παγιδεύω και βγάζω κπ. από το παιχνίδι使(某人)失败 - απόπειρα, απόπειρα L, δοκιμή, κόπος, προσπάθεια企图, 企圖, 努力, 尽力,努力, 盡力,努力, 艰难的尝试, 試一下, 试一下, 试验, (尝试(一下) - give (en) - έργο, εργάτες, εργατικό δυναμικό工人 - διαγράφω, σβήνω划掉, 劃掉, 勾(划)掉 - αποφεύγω避免 - απαρνιέμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι - αφιερώνω, αφοσιώνομαι, δίνω献身, 献身于..., 獻身 - παραβλέπω, συγχωρώ原谅, 原谅,宽恕, 原谅,宽恕(某人), 宽恕, 寬恕 - military mission, mission (en) - εξακολούθηση繼續, 继续 - επανάληψη - διαδικασία程序, 过程,步骤,程序, 過程,步驟,程序 - cross dressing, transvestism, transvestitism (en) - money laundering (en) - ομάδα δράσης - give, pay (en) - αναγνωρίζω ήττα, αποτυγχάνω半途而废,离弃 - διαχείριση - κυριαρχώ, κυριεύω, ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερπηδώ克服, 征服 - ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευή准备, 準備, 預備的東西, 预备的东西 - 限制 - διασφαλίζω, προστατεύω保护, 保護, 防护, 防護 - αγωγή, ανατροφή, πράξεις举止,品行, 所作所为, 舉止,品行, 行为, 行為 - ικανοποιώ, φουσκώνω满足, 滿足 - απέχω, αποφεύγω, δε συμμετέχω, εγκρατεύομαι戒,不干;弃权, 戒,不幹;棄權, 避免 - εκούσιος, εκ προθέσεως, εσκεμμένος, σκόπιμος故意的, 有意識的, 有意识的 - μαζεύω採集, 采集 - εμφυτεύω, ενθέτω, μπήγω, μπαίνω进入, 進入 - fuck off, jack off, jerk off, masturbate, she-bop, wank (en) - έχω, εξουσιάζω, κατακρατώ - introduce (en) - κάνω做, 制定, 制造, 构成 - αναπτύσσομαι, αναπτύσσω发展,开发, 發展,開發 - εισάγω, πρωτοεφαρμόζω, πρωτοπορώ, πρωτοχρησιμοποιώ倡导, 倡導 - κάνω, προκαλώ, προξενώ引起 - αρχίζω, ιδρύω创办, 创立, 創辦, 建立 - επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι - παίζω上演, 扮演 - παίζομαι, παίζω μουσικό όργανο演奏 - παίζω出(牌), 扮演, 表演 - παίζω上演, 扮演 - καλλιεργώ - χωρίζω分离, 分離, 分,划分;意见分歧, 分,劃分;意見分歧 - subject (en) - βάζω, καθορίζω, ορίζω - βάζω κπ. να δουλεύει, δουλεύω, εργάζομαι工作 - τροφοδοτώ, τροφοδοτώ με καύσιμα加燃料, 往火炉中添燃料, 往火爐中添燃料 - αποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιδιώκω, επιζητώ, επιχειρώ, θέτω σε δοκιμασία, προσπαθώ企图, 企圖, 考验, 試圖, 试, 试图, 试用..., 试试, 试验,尝试 - πασχίζω, προσπαθώ尽力,竭努力, 盡力,竭努力 - αναβάλλω延期, 延缓, 推迟, 推遲 - ακολουθώ, μιμούμαι, υιοθετώ照着做, 照著做 - προοδεύω, προχωρώ, συνεχίζομαι, συνεχίζω, συνεχίζω να κάνω κτ., συνεχίζω παρά τις δυσκολίες前进, 前進, 延伸, 延續, 延续, 繼續, 繼續下去, 繼續做某事, 繼續前進, 繼續進行, 繼續(進行), 继续, 继续下去, 继续做某事, 继续前进, 继续进行, 继续(进行) - continue, persist in (en) - behavioral, behavioural (en) - σε καλή λειτουργική κατάσταση可使用的 - έργο工作物, 工作物品, 活计 - επιθυμία, θέληση意志, 意愿 - φορά - Advent, Parousia, Second Advent, Second Coming, Second Coming of Christ (en)[Domaine]

-