sensagent's content
Lettris
Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.
boggle
Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !
English dictionary
Main references
Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).
Translation
Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.
last searches on the dictionary :
computed in 0.078s
čin, skutok — δράση, πράξη - čin, konanie, skutok — δράση, ενέργεια, πράξη - dráha, kurz, priebeh, smer — δρόμος, κατεύθυνση, πέρασμα, ροή, τρόπος, τρόπος ενέργειας - performance (en) - τετελεσμένο γεγονόσ - realizácia, splnenie, uskutočnenie, uvedomenie si — καρποφορία, πραγματοποίηση, συνειδητοποίηση - dokončenie, splnenie, uskutočnenie — ολοκλήρωση - επίτευξη, πραγματοποίηση - úmyselne, zámerne — επίτηδες, εσκεμμένωσ - správanie, vystúpenie — απόδοση, επίδοση, πράξη - upevniť — παγιώνω - opatrenie — βήμα, ενέργεια, μέτρο - αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι - aktivovať — ενεργοποιώ, θέτω σε λειτουργία - napraviť, opraviť — διορθώνω, επανορθώνω - καταχρώμαι - napraviť, opraviť, vyliečiť, vyviesť z omylu — βελτιώνω, διορθώνω, διορθώνω κπ., επανορθώνω, επισκευάζω, θεραπεύω, κάνω κπ. καλά - labutia pieseň — κύκνειο άσμα - obmedziť — οριοθετώ, περιορίζω - vyznačiť — οριοθετώ, περιορίζω, σημειώνω - block, freeze, immobilise, immobilize (en) - έχω, προσαρμόζομαι, συνηθίζω σε κτ. - κάνω - serialise, serialize (en) - vyfintiť, vyfintiť sa — ενδύομαι κομψώσ, ενδύω κομψώσ, στολίζομαι, στολίζω - κουρδίζω, χορδίζω - vydržať pri, vytrvať — αφοσιώνομαι, εμμένω, επιμένω, μπορώ - skončiť, ukončiť — : τελειώνω, καταλήγω, τελειώνω, τερματίζομαι, τερματίζω - potlačiť — καταπνίγω, συνθλίβω - označiť, zosobniť — καθιστώ προσωπικόν, προσωποποιώ - aktivita, činnosť, pôsobenie — απασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόληση - komplikovať - επιχείρηση - pripraviť — ετοιμάζομαι - cesta, spôsob života — διαδρομή, πορεία, τροχιά, τρόπος ζωής - διευρύνω, επεκτείνω - naplniť — γεμίζω, γεμίζω μέχρι επάνω - dokončiť — οριστικοποιώ - zladiť, zlúčiť - ladiť - dokončiť — διεκπεραιώνω, ολοκληρώνω - spracovať, upraviť — επεξεργάζομαι - καθαρίζω - zvečniť — απαθανατίζω - práca, zamestnanie — απασχόληση, δουλειά, εργασία, προϊόν εργασίας, πόστο - chod, fungovanie — εργασίες, εφαρμογή, ισχύς, λειτουργία - service (en) - δουλειά, εργασία, κάματος - uplatnenie — άσκηση, επώδυνη προσπάθεια, κόπος, μόχθος, χρήση - manual labor, manual labour (en) - prehliadnuť — αμελώ, παραβλέπω, παραλείπω, παραμελώ - vylúčiť, vynechať — αποκλείω, εξαιρώ, παρακάμπτω, παραλείπω - ustanoviť, uzavrieť — δίνω οδηγίες, καθορίζω - prehltnúť, prijať - práca — αγγαρεία - λειτούργημα - hodnosť, miesto, postavenie — τόπος - chcieť — βούλομαι, επιθυμώ, θέλω, ποθώ - υποχρέωση - poslanie, úloha, vybavovanie — αποστολή, θέλημα - nachytať — παγιδεύω και βγάζω κπ. από το παιχνίδι - pokus, snaha, úsilie — απόπειρα, απόπειρα L, δοκιμή, κόπος, προσπάθεια - give (en) - pracovné sily — έργο, εργάτες, εργατικό δυναμικό - preškrtnúť, vyškrtnúť — διαγράφω, σβήνω - vyhnúť sa — αποφεύγω - neuznať, poprieť — απαρνιέμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύττω, αρνούμαι - zasvätiť — αφιερώνω, αφοσιώνομαι, δίνω - odpustiť, ospravedlniť, prepáčiť — παραβλέπω, συγχωρώ - military mission, mission (en) - pokračovanie — εξακολούθηση - zopakovanie — επανάληψη - procedúra — διαδικασία - cross dressing, transvestism, transvestitism (en) - money laundering (en) - ομάδα δράσης - give, pay (en) - neuspieť — αναγνωρίζω ήττα, αποτυγχάνω - διαχείριση - prekonať — κυριαρχώ, κυριεύω, ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερπηδώ - príprava — ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευή - obmedzenie, zákaz - zabezpečiť — διασφαλίζω, προστατεύω - činnosť, správanie, vystupovanie — αγωγή, ανατροφή, πράξεις - splniť — ικανοποιώ, φουσκώνω - zdržať sa — απέχω, αποφεύγω, δε συμμετέχω, εγκρατεύομαι - úmyselný — εκούσιος, εκ προθέσεως, εσκεμμένος, σκόπιμος - trhať, zbierať — μαζεύω - vstúpiť — εμφυτεύω, ενθέτω, μπήγω, μπαίνω - onanovať - έχω, εξουσιάζω, κατακρατώ - introduce (en) - uzavrieť — κάνω - rozvinúť sa — αναπτύσσομαι, αναπτύσσω - εισάγω, πρωτοεφαρμόζω, πρωτοπορώ, πρωτοχρησιμοποιώ - spôsobiť, vyvolať — κάνω, προκαλώ, προξενώ - založiť — αρχίζω, ιδρύω - επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι - hrať — παίζω - hrať — παίζομαι, παίζω μουσικό όργανο - hrať — παίζω - hrať — παίζω - καλλιεργώ - χωρίζω - subject (en) - βάζω, καθορίζω, ορίζω - nútiť do práce, pracovať — βάζω κπ. να δουλεύει, δουλεύω, εργάζομαι - priložiť — τροφοδοτώ, τροφοδοτώ με καύσιμα - napínať, pokúšať, pokúsiť sa, preveriť, skúsiť, snažiť sa, vyskúšať — αποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιδιώκω, επιζητώ, επιχειρώ, θέτω σε δοκιμασία, προσπαθώ - usilovať sa — πασχίζω, προσπαθώ - odložiť — αναβάλλω - prispôsobiť sa, urobiť to isté — ακολουθώ, μιμούμαι, υιοθετώ - pokračovať, pokračovať v, postupovať dopredu, trvať — προοδεύω, προχωρώ, συνεχίζομαι, συνεχίζω, συνεχίζω να κάνω κτ., συνεχίζω παρά τις δυσκολίες - continue, persist in (en) - behavioral, behavioural (en) - funkčný, pracovný, schopný prevádzky — σε καλή λειτουργική κατάσταση - práca — έργο - prianie — επιθυμία, θέληση - φορά - Advent, Parousia, Second Advent, Second Coming, Second Coming of Christ (en)[Domaine]
-