sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.031s


 » 

analogical dictionary

恶作剧地, 顽皮地άτακτα, σκανταλιάρικα - 瞬间地ακαριαία, στιγμιαία - 突然, 突然地απότομα, ξαφνικά - breach of trust (en) - 准时地, 按时地, 按时的, 按時地, 按時的, 準時地ακριβώς στην ώρα μου, κανονικά, όπως αναμενόταν - 尽职尽责地, 盡職盡責地υπεύθυνα - as usual (en) - αστιγματικόσ - irrevocably (en) - 可支付的πληρωτέος - τεχνητά - 无法无天地, 违法地, 非法地παράνομα, παρανομώσ - 机密地, 機密地εμπιστευτικά - αντισυνταγματικόσ - 理性地λογικά - 不必要地 - απαλλαγή, εξαίρεση - unjustly (en) - αναποφευκτώσ - 习惯性地κατά το έθιμο, συνήθωσ - inexorably (en) - 自愿地εθελοντικά - 非自愿地ακούσια - παρανομώσ - 不公正地άδικα - 强迫地, 必须进行地υποχρεωτικά - 潜在地ενδεχομένως, πιθανά - 不诚实地ανέντιμα - 伪善地υποκριτικά - 公平地δίκαια - inequitably, unfairly, unjustly, unreasonably, wrongfully (en) - 靠不住地επικίνδυνα, προδοτικώσ, ύπουλα - 最后的τελικός - fraudulently (en) - 公正地αμερόληπτα - 明智地γνωστικά, συνετά, φρόνιμα - perfidiously (en) - 语法上γραμματικά - blamelessly, faultlessly, impeccably, irreproachably (en) - 临时的, 臨時的δοκιμαστικός, προσωρινός - job (en) - αδίκημα, ζημιά - εγκληματικότητα ανήλικων - 疏忽, 粗心αβλεψία, ακηδία, αμέλεια, απερισκεψία, απροσεξία, ολιγωρία - 逃避αποφυγή, διαφυγή - φοροδιαφυγή - damage, legal injury, wrong (en) - προπατορικό αμάρτημα - 不可宽恕的罪行, 不可寬恕的罪行θανάσιμο αμάρτημα - 暴行(如谋杀等), 罪行έγκλημα, εγκληματική ενέργεια - 罪过, 罪過, 重罪έγκλημα, αδίκημα, αξιόποινη πράξη, κακούργημα, σοβαρό αδίκημα - 侵犯, 违犯 - διάπραξη - 性虐待σεξουαλική κακοποίηση - έγκλημα πολέμου - 通奸μοιχεία, συνουσία - 近亲相奸αιμομιξία - in operation, operating, operational (en) - 可任意选择的, 可任意選擇的προαιρετικός - de rigueur (en) - bad, defective (en) - 歧视διάκριση - ageism, agism (en) - heterosexism (en) - νεποτισμόσ, οικογενειοκρατία, φιλοσυγγενεία - 種族主義ρατσισμός - sexism (en) - antifeminism, chauvinism, male chauvinism (en) - διεξαγωγή δίκης, πορεία αγωγής - 依照;一致ευπείθεια, συμμορφία, συμμόρφωση - τυπικότητα - line (en) - 惯例,纪念, 慣例,紀念 - 需要χρειάζομαι - 合法的έννομος, σύννομος - άνομος, έκνομος - εξωδικόσ - μοργανατικόσ - 单身(汉)ανύπαντρος - civil (en) - 不必要的άσκοπος, ανώφελος, αχρείαστος, μη αναγκαίος, που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί - ομαλός - duty-bound, obliged (en) - unpardonable (en) - 可採納的, 可采纳的αποδεκτός - 准时的, 準時的ακριβής - timely (en) - 延誤的,遲來的, 延误的,迟来的αργοπορημένος - qualified (en) - official, prescribed (en) - accountable (en) - sound (en) - beatified, blessed (en) - Blessed (en) - 标准的, 標準的καθιερωμένος, κανονικός, συνηθισμένος - exterritorial, extraterritorial (en) - binding (en) - 糾正,賠償, 纠正,赔偿αποζημιώνω, αποκαθιστώ, επανορθώνω - clear, pass (en) - περνώ - 侵犯, 违反, 違反καταπατώ, παραβαίνω, παραβιάζω - κλέπτω διά ρήξεωσ - αισχροκερδώ, κλέβω - 欺騙,哄騙,迷惑, 欺騙,弄虛作假, 欺骗,哄骗,迷惑εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ - 使走入邪路,使人变坏, 使走入邪路,使人變壞διαστρέφω, διαφθείρω, εξαχρειώνω - 适合, 適合αρμόζω, εναρμονίζομαι, πειθαρχώ, ταιριάζω - 城市的, 城市的,公民的αστικός - επιδέχομαι, επιτρέπω - multicultural (en) - 短路βραχυκυκλώνω, βραχυκύκλωμα - 职责, 職責, 責任,負責任, 责任,职责, 责任,负责任ευθύνη, καθήκον, υπευθυνότητα - 責任, 责任ευθύνη - 合法性νομιμότητα - δύναμη - effect, force (en) - νομιμοφροσύνη - 贞德, 贞操, 高洁αρετή, ηθική ανωτερότητα - 善良αρετή - 贞洁αγνότητα, αρετή - honor, honour, pureness, purity (en) - 公平, 合理, 正义;公正, 正義;公正δίκαιο, δικαιοσύνη, δοκαιοσύνη - 正确, 正確δίκαιο, δίκιο - 誠實, 诚实ακεραιότητα, εντιμότητα - 使用...的权力, 允許進入, 允许进入άδεια εισόδου, δικαίωμα εισόδου, είσοδος - εξουσιοδότηση - 权利, 權利δικαίωμα - right to life (en) - freedom of conscience, freedom of thought (en) - equality before the law, equality of rights, equality of status (en) - 公民权αστικές ελευθερίες, πολιτικά δικαιώματα - ανεξιθρησκεία - freedom of speech (en) - freedom of the press (en) - freedom of assembly (en) - 选举权, 選舉權δικαίωμα ψήφου, ψήφος - equal opportunity (en) - 权力, 权限, 權力, 權限αρχή, εξουσία - 司法权, 司法權δικαιοδοσία - 自愿ελευθερία βούλησης - 落后καθυστέρηση ανάπτυξης, οπισθοδρομικότητα - έξη, συνήθεια - ήθη - συμπεριφορά - courtly love (en) - 省略, 遗漏, 遺漏παράλειψη - 排斥 - res adjudicata, res judicata (en) - 方針, 方针κατευθυντήρια γραμμή - 基礎知識,入門βάση, βασικές γνώσεις - essential condition, sine qua non (en) - 公正αμεροληψία, αντικειμενικότητα - ανιδιοτέλια, ανυστεροβουλία - κομφορμισμός, κονφορμισμός - order, parliamentary law, parliamentary procedure, rules of order (en) - 原则 - caveat emptor (en) - 成規, 成规, 礼节, 禮節εθιμοτυπία, ηθική, πρωτόκολλο - protocol (en) - communications protocol, protocol (en) - file transfer protocol, FTP (en) - HTTP, hypertext transfer protocol (en) - MIDI, MIDI standard, musical instrument digital interface, Musical Instrument Digital Interface Standard (en) - TCP, transmission control protocol (en) - double standard (en) - 训诫προειδοποίηση - παράδειγμα - καβαλισμός - κοινό μυστικό - έγκριση, έπαινος, επιδοκιμασία, σύσταση - 签注, 背书, 赞同άδεια εκτυπώσεωσ, επίσημη έγκριση - 同意έγκριση - 印刷錯誤, 印刷错误, 錯誤,勘誤表, 错误,勘误表λάθος, παρόραμα, τυπογραφικό λάθος - 疏忽μικρολάθος, παραδρομή - παραδρομή γλώσσασ - 发音错误εσφαλμένη παραπομπή, εσφαλμένη προφορά, κακή προφορά, λαθεμένη προφορά - κακή ερμηνεία, παρεξήγηση - 禁令 - 尺度, 标准 , 標準κριτήριο, μέτρο σύγκρισης - 故障βλάβη, δυσλειτουργία, κακή λειτουργία - κισμέτ, μοίρα - 偏离απόκλιση, παρέκκλιση - 中断, 打断διακοπή, παρέμβαση, παρεμβολή - 断电, 斷電διακοπή ρεύματος - disturbance, perturbation (en) - τυπικότητα - ανεξαρτησία - 必需品ανάγκη, αναγκαιότητα, το βασικό στοιχείο - 短缺 - norm (en) - νομική υπόσταση - legal rule, rule of law (en) - αναμάρτητο - 应受谴责αξιόμεμπτο, υπαιτιότητα - εγκληματικότητα - ακαδημαϊκή ελευθερία - αυτάρκεια - freedom of the seas (en) - 独立ανεξαρτησία, αυτονομία - 冒昧, 失禮, 自由υπερβολικό θάρρος - 自由προσωπική ελευθερία - constraint, restraint (en) - 隐蔽 - 机密性εχεμύθεια, μυστικότητα - 毛病, 瑕疵, 缺点, 缺陷έλλειψη, αδυναμία, ελάττωμα, ψεγάδι - μικροβλάβη - διαστροφή, εκτροπή, ηθική παρεκτροπή, παρέκκλιση - anomalousness, anomaly (en)[Domaine]

-