sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.094s


 » 

analogical dictionary

อย่างเป็นภัย, อย่างไม่เชื่อฟังάτακτα, σκανταλιάρικα - อย่างทันทีακαριαία, στιγμιαία - อย่างทันที, เร็วαπότομα, ξαφνικά - breach of trust (en) - ตามเวลาที่คาดไว้, อย่างตรงต่อเวลา, อย่างตรงเวลาακριβώς στην ώρα μου, κανονικά, όπως αναμενόταν - โดยรับผิดชอบυπεύθυνα - as usual (en) - αστιγματικόσ - irrevocably (en) - ซึ่งสามารถจ่ายได้πληρωτέος - τεχνητά - อย่างผิดกฎหมาย, ไร้กฏหมายπαράνομα, παρανομώσ - อย่างลับ ๆεμπιστευτικά - αντισυνταγματικόσ - อย่างมีเหตุผลλογικά - needlessly (en) - απαλλαγή, εξαίρεση - unjustly (en) - αναποφευκτώσ - ตามธรรมเนียม, โดยปกติวิสัยκατά το έθιμο, συνήθωσ - inexorably (en) - อย่างสมัครใจεθελοντικά - อย่างไม่ได้ตั้งใจακούσια - παρανομώσ - โดยมิชอบάδικα - ควรปฏิบัติตามหลักกฎหมาย, อย่างจำเป็นต้องυποχρεωτικά - อย่างมีศักยภาพενδεχομένως, πιθανά - อย่างไม่ซื่อสัตย์ανέντιμα - อย่างหน้าไหว้หลังหลอกυποκριτικά - โดยยุติธรรมδίκαια - inequitably, unfairly, unjustly, unreasonably, wrongfully (en) - อย่างไม่น่าไว้วางใจεπικίνδυνα, προδοτικώσ, ύπουλα - τελικός - fraudulently (en) - อย่างยุติธรรมαμερόληπτα - อย่างรอบคอบ, อย่างสุขุมγνωστικά, συνετά, φρόνιμα - perfidiously (en) - ตามหลักไวยากรณ์γραμματικά - blamelessly, faultlessly, impeccably, irreproachably (en) - ซึ่งอยู่ในระยะเวลาการภาคทัณฑ์, เฉพาะกาลδοκιμαστικός, προσωρινός - job (en) - αδίκημα, ζημιά - εγκληματικότητα ανήλικων - ความไม่ระมัดระวัง, ความไม่เอาใจใส่αβλεψία, ακηδία, αμέλεια, απερισκεψία, απροσεξία, ολιγωρία - การหลีกเลี่ยงαποφυγή, διαφυγή - φοροδιαφυγή - damage, legal injury, wrong (en) - ปฐมบาปπροπατορικό αμάρτημα - θανάσιμο αμάρτημα - การทำผิดกฎหมาย, อาชญากรรมέγκλημα, εγκληματική ενέργεια - การกระทำผิดกฎหมาย, อาชญากรรมέγκλημα, αδίκημα, αξιόποινη πράξη, κακούργημα, σοβαρό αδίκημα - infringement, violation (en) - διάπραξη - การกระทำทารุณทางเพศσεξουαλική κακοποίηση - έγκλημα πολέμου - การมีความสัมพันธ์ทางเพศโดยไม่ได้แต่งงาน, การมีชู้μοιχεία, συνουσία - αιμομιξία - in operation, operating, operational (en) - ซึ่งเป็นทางเลือกπροαιρετικός - de rigueur (en) - bad, defective (en) - การแบ่งแยกδιάκριση - ageism, agism (en) - heterosexism (en) - νεποτισμόσ, οικογενειοκρατία, φιλοσυγγενεία - การยึดชาติพันธุ์เป็นเกณฑ์ρατσισμός - sexism (en) - antifeminism, chauvinism, male chauvinism (en) - διεξαγωγή δίκης, πορεία αγωγής - การสอดคล้องกันευπείθεια, συμμορφία, συμμόρφωση - τυπικότητα - line (en) - พิธีกรรมทางศาสนา - χρειάζομαι - έννομος, σύννομος - άνομος, έκνομος - εξωδικόσ - μοργανατικόσ - โสดανύπαντρος - civil (en) - ที่ต้องหลีกเลี่ยง, ที่ไม่จำเป็นάσκοπος, ανώφελος, αχρείαστος, μη αναγκαίος, που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί - ομαλός - duty-bound, obliged (en) - unpardonable (en) - ซึ่งยอมรับได้αποδεκτός - ตรงเวลาακριβής - timely (en) - ล่าช้าαργοπορημένος - qualified (en) - official, prescribed (en) - accountable (en) - sound (en) - beatified, blessed (en) - Blessed (en) - ที่เป็นมาตรฐานκαθιερωμένος, κανονικός, συνηθισμένος - exterritorial, extraterritorial (en) - binding (en) - ชดเชยαποζημιώνω, αποκαθιστώ, επανορθώνω - clear, pass (en) - περνώ - ฝ่าฝืน, โต้แย้งκαταπατώ, παραβαίνω, παραβιάζω - κλέπτω διά ρήξεωσ - αισχροκερδώ, κλέβω - หลอกลวงεξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ - นำไปในทางผิดδιαστρέφω, διαφθείρω, εξαχρειώνω - เหมาะสมกับαρμόζω, εναρμονίζομαι, πειθαρχώ, ταιριάζω - ที่เกี่ยวกับเมืองαστικός - επιδέχομαι, επιτρέπω - multicultural (en) - ทำให้ลัดวงจรβραχυκυκλώνω, βραχυκύκλωμα - ความรับผิดชอบ, ภาระ, หน้าที่ευθύνη, καθήκον, υπευθυνότητα - ευθύνη - ความถูกต้องตามกฎหมาย, หลักการหรือกฎเกณฑ์ที่ตั้งไว้νομιμότητα - δύναμη - effect, force (en) - νομιμοφροσύνη - การมีศีลธรรมαρετή, ηθική ανωτερότητα - αρετή - ความบริสุทธิ์αγνότητα, αρετή - honor, honour, pureness, purity (en) - ความถูกต้อง, ความยุติธรรมδίκαιο, δικαιοσύνη, δοκαιοσύνη - ความถูกต้องδίκαιο, δίκιο - ความซื่อสัตย์ακεραιότητα, εντιμότητα - การอนุญาตให้เข้าได้, สิทธิ์ในการเข้าพบ, สิทธิ์ในการใช้άδεια εισόδου, δικαίωμα εισόδου, είσοδος - εξουσιοδότηση - การตั้งชื่อδικαίωμα - right to life (en) - freedom of conscience, freedom of thought (en) - equality before the law, equality of rights, equality of status (en) - สิทธิของพลเมืองตามกฏหมายαστικές ελευθερίες, πολιτικά δικαιώματα - ανεξιθρησκεία - freedom of speech (en) - freedom of the press (en) - freedom of assembly (en) - การได้รับสิทธิในการเลือกตั้ง, สิทธิในการเลือกตั้งδικαίωμα ψήφου, ψήφος - equal opportunity (en) - การอนุญาต, อำนาจ, อำนาจหน้าที่αρχή, εξουσία - ขอบเขตอำนาจที่ศาลและกฏหมายควบคุมไปถึงδικαιοδοσία - ด้วยความเต็มใจελευθερία βούλησης - การกลับไปกลับมาκαθυστέρηση ανάπτυξης, οπισθοδρομικότητα - έξη, συνήθεια - ήθη - συμπεριφορά - courtly love (en) - การละเลยπαράλειψη - elision, exception, exclusion (en) - res adjudicata, res judicata (en) - คำแนะนำ, ตัวชี้นำκατευθυντήρια γραμμή - βάση, βασικές γνώσεις - essential condition, sine qua non (en) - ความยุติธรรมαμεροληψία, αντικειμενικότητα - ανιδιοτέλια, ανυστεροβουλία - κομφορμισμός, κονφορμισμός - order, parliamentary law, parliamentary procedure, rules of order (en) - precept, principle (en) - caveat emptor (en) - มารยาทεθιμοτυπία, ηθική, πρωτόκολλο - protocol (en) - โพรโทคอล - FTP - HTTP - MIDI - TCP - สองมาตรฐาน - προειδοποίηση - παράδειγμα - καβαλισμός - κοινό μυστικό - έγκριση, έπαινος, επιδοκιμασία, σύσταση - άδεια εκτυπώσεωσ, επίσημη έγκριση - ใช้ได้έγκριση - การพิมพ์ผิด, ข้อผิดพลาดในการเขียนλάθος, παρόραμα, τυπογραφικό λάθος - ความผิดพลาดμικρολάθος, παραδρομή - παραδρομή γλώσσασ - การออกเสียงผิดεσφαλμένη παραπομπή, εσφαλμένη προφορά, κακή προφορά, λαθεμένη προφορά - κακή ερμηνεία, παρεξήγηση - ban, banning, forbiddance, forbidding (en) - κριτήριο, μέτρο σύγκρισης - การไม่สามารถทำงานได้อย่างปกติβλάβη, δυσλειτουργία, κακή λειτουργία - κισμέτ, μοίρα - απόκλιση, παρέκκλιση - διακοπή, παρέμβαση, παρεμβολή - ตัดไฟδιακοπή ρεύματος - disturbance, perturbation (en) - τυπικότητα - ανεξαρτησία - องค์ประกอบสำคัญανάγκη, αναγκαιότητα, το βασικό στοιχείο - need, want (en) - norm (en) - νομική υπόσταση - legal rule, rule of law (en) - αναμάρτητο - การประณาม, คำตำหนิαξιόμεμπτο, υπαιτιότητα - εγκληματικότητα - ακαδημαϊκή ελευθερία - αυτάρκεια - freedom of the seas (en) - ความเป็นอิสระ, เอกราชανεξαρτησία, αυτονομία - อิสระเสรีυπερβολικό θάρρος - προσωπική ελευθερία - constraint, restraint (en) - concealment, privacy, privateness, secrecy (en) - ความลับεχεμύθεια, μυστικότητα - ข้อบกพร่อง, จุดอ่อน, รอยตำหนิέλλειψη, αδυναμία, ελάττωμα, ψεγάδι - จุดบกพร่องμικροβλάβη - διαστροφή, εκτροπή, ηθική παρεκτροπή, παρέκκλιση - anomalousness, anomaly (en)[Domaine]

-