sensagent's content
Lettris
Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.
boggle
Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !
English dictionary
Main references
Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).
Translation
Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.
last searches on the dictionary :
computed in 0.046s
בְּרִשעוּת, בְּשוֹבבוּת — άτακτα, σκανταλιάρικα - בִּן-רֶגָע — ακαριαία, στιγμιαία - בְּאוֹפֶן פִּתאוֹמִי @@@בְּאוֹפֶן פִּיתאוֹמִי$$$, פתאום — απότομα, ξαφνικά - breach of trust (en) - בְּדָייקָנוּת, בַּזמָן, כָּרָאוּי, מַהֵר — ακριβώς στην ώρα μου, κανονικά, όπως αναμενόταν - בְּצוּרָה אַחֲרַאִית — υπεύθυνα - as usual (en) - αστιγματικόσ - irrevocably (en) - יֵש לְשַלמוֹ — πληρωτέος - τεχνητά - בְּאוֹפֶן לא חוּקִי, בְּנִיגוּד לַחוֹק, בְּצורָה לא חוּקִית — παράνομα, παρανομώσ - בְּבִטחָה, בְּסוֹד — εμπιστευτικά - αντισυνταγματικόσ - בְּהִגָיוֹן — λογικά - needlessly (en) - απαλλαγή, εξαίρεση - unjustly (en) - αναποφευκτώσ - כַּנָהוּג — κατά το έθιμο, συνήθωσ - inexorably (en) - בְּהִתְנַדבוּת — εθελοντικά - לֹא מֵרָצוֹן — ακούσια - παρανομώσ - בְּצוּרָה לא הוֹגֶנֶת — άδικα - בְּאוֹפֶן מְחַייֵב, בְּאוֹפֶן מְחָייֵב — υποχρεωτικά - בְּפּוֹטֶנציָה — ενδεχομένως, πιθανά - אִי-יוֹשֶׁר — ανέντιμα - בִּצְביעוּת — υποκριτικά - בְּהָגִינוּת — δίκαια - inequitably, unfairly, unjustly, unreasonably, wrongfully (en) - בְּאוֹפֶן בּוֹגדָנִי — επικίνδυνα, προδοτικώσ, ύπουλα - τελικός - fraudulently (en) - לְלֹא מֵשוֹא פָּנִים — αμερόληπτα - בִּתבוּנָה — γνωστικά, συνετά, φρόνιμα - perfidiously (en) - מִבְּחִינָה דּקדוּקִית — γραμματικά - blamelessly, faultlessly, impeccably, irreproachably (en) - זְמָנִי, נִיסיוֹנִי — δοκιμαστικός, προσωρινός - job (en) - αδίκημα, ζημιά - εγκληματικότητα ανήλικων - חוֹסֶר זְהִירוּת, רַשלָנוּת — αβλεψία, ακηδία, αμέλεια, απερισκεψία, απροσεξία, ολιγωρία - הִתחַמקוּת — αποφυγή, διαφυγή - φοροδιαφυγή - damage, legal injury, wrong (en) - προπατορικό αμάρτημα - חֶטא — θανάσιμο αμάρτημα - מַעֲשֶׂה רֶצַח, פֶּשָע, פשע — έγκλημα, εγκληματική ενέργεια - עברה, פֶּשַע — έγκλημα, αδίκημα, αξιόποινη πράξη, κακούργημα, σοβαρό αδίκημα - infringement, violation (en) - διάπραξη - תְקִיפָה מִינִית — σεξουαλική κακοποίηση - έγκλημα πολέμου - נִאוּף @@@נִיאוּף$$$, ניאוף, קִיוּם יַחֲסֵי מִין ללא נִישוּאִין — μοιχεία, συνουσία - αιμομιξία - in operation, operating, operational (en) - נָתוּן לִבחִירָה — προαιρετικός - de rigueur (en) - bad, defective (en) - אַפלָיָה, הָבחָנָה — διάκριση - ageism, agism (en) - heterosexism (en) - נפוטיזם — νεποτισμόσ, οικογενειοκρατία, φιλοσυγγενεία - ρατσισμός - sexism (en) - antifeminism, chauvinism, male chauvinism (en) - διεξαγωγή δίκης, πορεία αγωγής - הִתנַהֲגוּת בְּהֶתאֵם — ευπείθεια, συμμορφία, συμμόρφωση - τυπικότητα - line (en) - שְׁמִירָה - χρειάζομαι - έννομος, σύννομος - άνομος, έκνομος - εξωδικόσ - μοργανατικόσ - פָּנוּי — ανύπαντρος - civil (en) - לא נָחוּץ — άσκοπος, ανώφελος, αχρείαστος, μη αναγκαίος, που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί - ομαλός - duty-bound, obliged (en) - unpardonable (en) - קָבִיל — αποδεκτός - דָייקַן, מְדַיֵיק — ακριβής - timely (en) - מְאֻחָר @@@מְאוּחָר$$$ — αργοπορημένος - qualified (en) - official, prescribed (en) - accountable (en) - sound (en) - beatified, blessed (en) - Blessed (en) - תִקנִי — καθιερωμένος, κανονικός, συνηθισμένος - exterritorial, extraterritorial (en) - binding (en) - לְכָפֵר עַל- — αποζημιώνω, αποκαθιστώ, επανορθώνω - clear, pass (en) - περνώ - לְהָפֵר, לַעֲבוֹר עַל- — καταπατώ, παραβαίνω, παραβιάζω - κλέπτω διά ρήξεωσ - αισχροκερδώ, κλέβω - לְהָשלוֹת — εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ - לְהַשחִית מִידוֹת, להשחית — διαστρέφω, διαφθείρω, εξαχρειώνω - לְהַתאִים — αρμόζω, εναρμονίζομαι, πειθαρχώ, ταιριάζω - אֶזרָחִי, עִרוֹנִי @@@עִירוֹנִי$$$, עירוני, עירונית — αστικός - επιδέχομαι, επιτρέπω - multicultural (en) - קֶצֶר — βραχυκυκλώνω, βραχυκύκλωμα - אַחֲרָיוּת, נֵטֶל — ευθύνη, καθήκον, υπευθυνότητα - ευθύνη - חוּקִיוּת — νομιμότητα - δύναμη - effect, force (en) - νομιμοφροσύνη - מוּסָרִיוּת — αρετή, ηθική ανωτερότητα - αρετή - צְנִיעוּת — αγνότητα, αρετή - honor, honour, pureness, purity (en) - הַגִינוּת, צֶדֶק — δίκαιο, δικαιοσύνη, δοκαιοσύνη - צוֹדֵק — δίκαιο, δίκιο - יוֹשֶר — ακεραιότητα, εντιμότητα - גִישָׁה ל-, הֶיתֵר, זְכוּת, רְשוּת כְּנִיסָה — άδεια εισόδου, δικαίωμα εισόδου, είσοδος - εξουσιοδότηση - נְתִינַת זְכוּת — δικαίωμα - right to life (en) - freedom of conscience, freedom of thought (en) - equality before the law, equality of rights, equality of status (en) - זְכוּיוֹת אֶזְרָח — αστικές ελευθερίες, πολιτικά δικαιώματα - ανεξιθρησκεία - freedom of speech (en) - freedom of the press (en) - freedom of assembly (en) - זְכוּת הַצבָּעָה — δικαίωμα ψήφου, ψήφος - equal opportunity (en) - סַמְכוּת, סַמכוּת, סמכות — αρχή, εξουσία - סַמכוּת חוּקִית — δικαιοδοσία - בְּחִירָה חוֹפשִׁית — ελευθερία βούλησης - פִּגוּר @@@פִּיגוּר$$$ — καθυστέρηση ανάπτυξης, οπισθοδρομικότητα - έξη, συνήθεια - ήθη - συμπεριφορά - courtly love (en) - הַשמָטָה — παράλειψη - elision, exception, exclusion (en) - res adjudicata, res judicata (en) - עִיקָרוֹן, קָוִים מַנחִים — κατευθυντήρια γραμμή - βάση, βασικές γνώσεις - essential condition, sine qua non (en) - אִי מֵשוֹא פָּנִים — αμεροληψία, αντικειμενικότητα - ανιδιοτέλια, ανυστεροβουλία - κομφορμισμός, κονφορμισμός - order, parliamentary law, parliamentary procedure, rules of order (en) - precept, principle (en) - caveat emptor (en) - כְּלָלֵי נִימוּס — εθιμοτυπία, ηθική, πρωτόκολλο - protocol (en) - communications protocol, protocol (en) - file transfer protocol, FTP (en) - HTTP, hypertext transfer protocol (en) - MIDI, MIDI standard, musical instrument digital interface, Musical Instrument Digital Interface Standard (en) - TCP, transmission control protocol (en) - double standard (en) - προειδοποίηση - παράδειγμα - καβαλισμός - κοινό μυστικό - έγκριση, έπαινος, επιδοκιμασία, σύσταση - άδεια εκτυπώσεωσ, επίσημη έγκριση - אִישוּר — έγκριση - טָעוּת דְפוּס — λάθος, παρόραμα, τυπογραφικό λάθος - טָעוּת — μικρολάθος, παραδρομή - παραδρομή γλώσσασ - טָעוּת בַּבִּיטוּי — εσφαλμένη παραπομπή, εσφαλμένη προφορά, κακή προφορά, λαθεμένη προφορά - κακή ερμηνεία, παρεξήγηση - ban, banning, forbiddance, forbidding (en) - קריטריון — κριτήριο, μέτρο σύγκρισης - תַקָלָה — βλάβη, δυσλειτουργία, κακή λειτουργία - κισμέτ, μοίρα - απόκλιση, παρέκκλιση - διακοπή, παρέμβαση, παρεμβολή - הַפְסָקָת חַשמַל — διακοπή ρεύματος - disturbance, perturbation (en) - τυπικότητα - ανεξαρτησία - חִיוּנִי — ανάγκη, αναγκαιότητα, το βασικό στοιχείο - need, want (en) - norm (en) - νομική υπόσταση - legal rule, rule of law (en) - αναμάρτητο - אַשמָה — αξιόμεμπτο, υπαιτιότητα - εγκληματικότητα - ακαδημαϊκή ελευθερία - αυτάρκεια - freedom of the seas (en) - עַצמָאוּת — ανεξαρτησία, αυτονομία - לְהַרשוֹת לְעַצמוֹ יוֹתֵר מִדָי — υπερβολικό θάρρος - προσωπική ελευθερία - constraint, restraint (en) - concealment, privacy, privateness, secrecy (en) - סוֹדִיוּת — εχεμύθεια, μυστικότητα - חִיסרוֹן, מגרעה, פְּגָם, פגם — έλλειψη, αδυναμία, ελάττωμα, ψεγάδι - μικροβλάβη - διαστροφή, εκτροπή, ηθική παρεκτροπή, παρέκκλιση - anomalousness, anomaly (en)[Domaine]
-