sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.125s


 » 

analogical dictionary

驚くほどανησυχητικά - いじきたない, 意地汚い, 意地汚ない, 意地穢いλαίμαργοσ - 〜になるκάνω - acquisitive (en) - がめつい, どん欲な, 強欲な, 欲しがる, 欲張りな, 欲張りの, 欲深い, 貪欲なάπληστος, ζηλόφθονος, λαίμαργος, πλεονέκτης, φιλάργυρος, φιλοκερδής - παθητικός - 歓喜に満ちてθριαμβευτικά, πανηγυρικά - exhaustively, thoroughly (en) - ことさら, わざと, 態と, 故意に, 殊更επίτηδες, εσκεμμένωσ - つい, なにげなく, ふと, 不図, 何気無く - 受身にπαθητικά - たまげたεμβρόντητος, σοκαρισμένος, φοβισμένος - びくびくした, パニック状態επιρρεπής στον πανικό, πανικόβλητος, που πανικοβάλλεται εύκολα - ひるまないακλόνητος, θαρραλέος - 責任をもってυπεύθυνα - けんぼうしょう, 健忘症, 記憶喪失症αμνησία - ほこらしげ, 得意に, 誇らしげμε καμάρι, περήφανα - かならず, かならずや, きっと, さぞ, さぞかし, さだめし, じつに, ぜひ, そういなく, たしか, たしかに, ちかって, てっきり, どうしても, ひつじょう, まさしく, まさに, もちろん, 勿論, 嘸, 嘸かし, 如何しても, 定めし, 実に, 屹度, 必ず, 必ずや, 必定, 明確に, 是非, 正しく, 正に, 相違なく, 確, 確か, 確かに, 確実に, 誓ってασφαλώς, βεβαίως, και βέβαια!, με βεβαιότητα, με σταθερή απόδοση, πράγματι, ρητά, σίγουρα, σαφώς, χωρίς λάθη - communally, conjointly, jointly, together (en) - いちろ, おりいって, くれぐれも, こんこんと, しみじみと, せつに, ひたすら, ひとえに, ひらに, まじめに, みっちり, よねんなく, 一向, 一路, 余念無く, 偏に, 切に, 只管, 呉れ呉れも, 平に, 懇々と, 懇懇と, 折り入って, 沁み沁みと, 頓ειλικρινά - いさぎよく, 勇ましく, 勇気をだして, 潔くγενναία, θαρραλέα, λεβέντικα - きちょう面に, 良心的にευσυνείδητα, ευσυνειδήτωσ, προσεκτικά, σχολαστικά - 落ち着いてμετρημένα, σοβαρά - おくめんもなく, おもいきって, かんぜん, くっきり, 大胆に, 思いきって, 敢然, 臆面もなくαναιδώς, θαρραλέα, τολμηρά - うまく, 十分に, 巧みに, 旨くεπιδέξια, επιτήδεια, ικανά, ικανώσ, ταιριαστά - 不安そうに, 心配して, 気をもんでανήσυχα - intellectually (en) - げんぜんと, げんとして, しゅくしゅくと, しゅくぜんと, まじめに, 儼として, 儼然と, 厳として, 厳然と, 粛々と, 粛然と, 粛粛とεπίσημα, σοβαρά - 粗野にάξεστα, τραχιά, χυδαία - こにくらしい, さいてい, さんれつ, 小憎らしい, 恐ろしい, 惨烈, 最低απαίσιος, τρομακτικός, τρομαχτικός, φρικτός - おっかない, こわい, ひどい, 怖い, 恐い, 恐れて, 恐ろしい , 猛烈な απαίσιος, τρομακτικός, φοβισμένος - いかくてき, おどかす, きょうはくてき, 威嚇的, 脅迫的, 近づきがたいαπειλητικός, αποκρουστικός - 悪夢のような, 血も凍るような, 身の毛のよだつようなανατριχιαστικός, εφιαλτικός, φρικιαστικός - こわい, 怖い, 恐いέντρομοσ, τρομακτικόσ, τρομαχτικόσ, φοβιτσιάρησ - 恐るべきγενναίος, τολμηρός, τρομερός - せいぜつ, 悽絶, 気味の悪いαρρωστημένος, μακάβριος - improperly (en) - おめずおくせず, ひるまずに, 勇ましく, 大胆不敵に, 怖めず臆せずάφοβα, ακλόνητα, ανενδοτώσ, ατρόμητα - 聡明にέξυπνα - ていよく, 丁重に, 体良く, 礼儀正しくευγενικά - がらり, がらりと, 無作法にάξεστα, αγενώς, χυδαία - 心から, 心をこめてεγκάρδια - 上きげんで, 優しく, 愛想よくαξιέραστα, εγκάρδια, ευγενικά, καλοδιάθετα, προσηνώς, φιλικά - 不吉にαπειλητικά, δυσοίωνα - せいかん, ふてき, 不敵, 勇ましい, 恐れを知らない, 精悍ατρόμητος, γενναίος - horrifyingly (en) - 恐れて, 恐ろしいντροπαλός - いさましい, ゆうまい, 勇ましい, 勇敢な, 勇気のある, 勇邁θαρραλέος - ぞっとするようにφρικιαστικά - いさましい, 勇ましいγενναίος - いくじのない, しょうしん, だじゃく, ひれつ, ふがいない, 不甲斐ない, 不甲斐無い, 卑劣, 小心, 意気地のない, 懦弱, 腑甲斐ない, 腑甲斐無い, 鄙劣δειλός - きよわ, 気弱λιγόψυχος - poor-spirited, pusillanimous, unmanly (en) - おうへいにυπεροπτικά - βεβαίωσ - がつがつ, 欲張ってάπληστα, λαίμαργα - churlishly, surlily (en) - こころよく, 快く - くわしい, こうち, こくめい, こまか, しょうみつ, せいみつ, びさい, めんみつ, 克明, 委しい, 巧緻, 微細, 精密, 細か, 綿密, 詳しい, 詳密, 詳細なλεπτομερής - そそくさとした, 御座成なβιαστικός, πεταχτός - equably (en) - τρομερά, φοβερά - こころよく, 喜んで, 快く, 進んでμετά χαράς - gluttonously (en) - いやいや, ふしょうぶしょう, 不承不承, 厭々, 厭厭, 嫌々, 嫌嫌 - かいかつ, きがる, きがるい, 快活, 快闊, 気軽, 気軽いαγαλλιασμένος, κεφάτος - 元気のいい, 嬉しい , 快活な, 楽しいεύθυμος, ζωηρός, κεφάτος, φαιδρός, χαρωπός - しゃにむに, みだりに, やたらに, やつあたりに, 八つあたりに, 向こう見ずに, 妄りに, 濫りに, 猥りに, 矢鱈に, 遮二無二ριψοκίνδυνα - 勇敢にηρωικά - 無感動にαπαθώς - καθιστώ προσωπικόν, προσωποποιώ - 思慮深くγνωστικά, συνετά, φρόνιμα - 寛大にεπιεικώς - drippily, mawkishly (en) - 単調にμονότονα - φλεγματικώσ - 虚弱でμικροσκοπικά - 官能的にαισθησιακά - solitarily (en) - στωικώσ - 勇敢にγενναία - gluttonously, voraciously (en) - よく知っている, 分かる, 理解する, ~と聞いているαντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω , κατανοώ - 理解するαντιλαμβάνομαι - 理解するαντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι σωστά, εννοώ, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω καλά, κατανοώ, συναισθάνομαι, συνειδητοποιώ - こころえる, しる, ぞんじる, つうじる, 存じる, 心得る, 知る, 確信している, 確信する, 通じるλαμβάνω γνώση, ξέρω - おぼえている, 知っている, 知るέχω μάθει, γνωρίζω, ξέρω απ' έξω - 知り合いであるέχω οικειότητα με κπ., μαθαίνω, ξέρω - 生きている, 経験するβιώνω, ζω - ξέρω - 混同するσυγχέω - よみとる, 言外の意味をとる, 読み取るαντιλαμβάνομαι τι υπονοεί ένα κείμενο, μαντεύω τι υπονοεί ένα κείμενο - ερμηνεύω - εκλαμβάνω, παίρνω - りりしい, 凛々しい, 凛凛しい, 騎士道的なιπποτικός - けんもほろろ, つっけんどん, ぶこつ, ぶっきらぼう, ぶっきら棒, 武骨, 無愛想な, 突っ慳貪, 突慳貪άξεστος, απότομος - γίνομαι, διαμορφώνομαι, καθίσταμαι - 予期する, 予測する, 予見する προβλέπω - 売行きを促進するβοηθώ στις πωλήσεις, πουλώ - くどきおとす, てなずける, なつける, なびかす, なびかせる, ひきいれる, ひきこむ, 口説き落とす, 引き入れる, 引き込む, 懐ける, 手なずける, 手懐ける, 靡かす, 靡かせるμεταπείθω, παίρνω με το μέρος μου - 思いとどまらせるαποτρέπω - ピアジェΠιαζέ, Πιαζέτ - B. F. Skinner, Burrhus Frederic Skinner, Fred Skinner, Skinner (en) - affectional, affective, emotive (en) - 内に秘めたενδόμυχος, εσωτερικός, μύχιος - ~の特徴を述べるπεριγράφω, χαρακτηρίζω, χαρακτηρίζω κπ. ως - しつこさ, 忍耐εμμονή, επιμονή - aggro (en) - ふるまい, 行いαγωγή, ανατροφή, πράξεις - συμπεριφορά - よそよそしいκρύος, ψυχρός - διανοητικός - 気のきいた, 聡明なέξυπνος, ευφυής, οξύνους - 故意のεκούσιος, εκ προθέσεως, εσκεμμένος, σκόπιμος - ακούσιοσ - ねくら, 根暗 - 〜させる - めく - おとなしい, じゅうじゅん, すなお, 大人しい, 従順, 柔順, 素直υπάκουος - わがままな, 反対のαντίθετος, δύστροπος - えてかって, ががつよい, けんかい, わがまゝな, 強情な, 得手勝手, 我が強い, 狷介επίμονος, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος, πεισματάρης - あおぐ, こう, さそう, まねく, もうしうける, よぶ, 乞う, 仰ぐ, 呼ぶ, 招く, 申し受ける, 自らまねく, 誘う, 請うπάω γυρεύοντας, προκαλώ - αποσπώ, εκμαιεύω - fire up, heat, ignite, inflame, stir up, wake (en) - assure, reassure (en) - ανάβω, αρπάζομαι, γίνομαι μπαρούτι, εξάπτομαι, ερεθίζομαι - odorokasu, おびえさせる, こわがらせる, びくっとさせる, 威かす, ~を恐れさせるεμπνέω φόβο, ξαφνιάζω κπ., σκιάζω, τρομάζω, τρομάζω κπ., τρομοκρατώ, φοβίζω - ぞっとさせるπροκαλώ φρίκη, σοκάρω - 不安にする, 元気を失わせるαναστατώνω, αποθαρρύνω, διαταράσσω, ξεσηκώνω, ταράζω - die (en) - おじけづかせる, おどすαποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, εκφοβίζω, πτοώ, τρομοκρατώ - いきまく, 息巻く, 激怒させるεξαγριώνω, εξοργίζω - 当惑させるαναστατώνω, απορυθμίζω, αποσυντονίζω, διαταράσσω, εξοργίζω, συγχίζω, ταράζω, ταράσσω, φέρνω σε δύσκολη θέση - 当惑させるμπερδεύω, προκαλώ σύχγυση, σαστίζω - まごつかせる, 財政困難にするεμπλέκομαι σε οικονομικά προβλήματα, ντροπιάζω, προσβάλλω, φέρνω σε δύσκολη θέση - 苦しむ, 被るυποφέρω - なくす / 落とす / 失う - 失望させるαπογοητεύω, αποτυγχάνω να βοηθήσω σε κτ. - いやしめる, へこます, へこませる, 凹ます, 凹ませる, 卑しめる, 恥をかかせる, 貶めるεξευτελίζω, μειώνω, ταπεινώνω - はずかしめる, 体面を傷つける, 辱めるεξευτελίζω, ταπεινώνω, υποβιβάζω - 縮小するελαττώνω, μειώνω - 抑制するπεριορίζω, συγκρατώ - αναπτερώνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω - 励ますεγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ξαναζωντανεύω - 励ます, 勇気づけるεγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ενισχύω, συμπαραστέκομαι, υποστηρίζω - αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω - dishearten, put off (en) - καίγομαι - こうまん, ごうぜん, ごうまんふそん, せんえつ, ひとりよがり, ほこらしい, 傲慢な, 傲慢不遜, 傲然, 僣越, 尊大な, 独り善がり, 誇らしい, 高慢αλαζονικός, επηρμένος - おたかい, お高い, こうまん, ごうぜん, ごうぜんたる, ごうまんふそん, ほこらしい, 傲慢な , 傲慢不遜, 傲漫な, 傲然, 傲然たる, 御高い, 横柄な 尊大な, 誇らしい, 高尚な, 高慢, 高慢な αγέρωχος, αλαζονικός, υπεροπτικός, υπερφίαλος, υπερόπτης - いいき, うぬぼれた, うぬぼれている, ひとりよがり, 好い気, 思い上った, 独り善がりεπηρμένος, ματαιόδοξος, ξιπασμένος, που έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα - 注意するπροσεκτικός, συνετός - 責任のあるυπεύθυνος - ευαισθητοποιώ - 感動させる, 興奮させる, 起こさせるδιεγείρω, εξάπτω, ξεσηκώνω, συγκινώ - いたずらっぽい, いたずらなδιαβολικόσ, σκανδαλιάρικος - まじめなμετρημένος, σοβαρός - βρίσκω - αντιμάχομαι, αντιστρατεύομαι, καταπολεμώ, στρατεύομαι - 影響を与えるεπηρεάζω - 特徴づけるχαρακτηρίζω - behavioral, behavioural (en) - 反ユダヤ主義のαντισημιτικός - image, persona (en) - κεφάλι, κεφαλή, μυαλό - いしきふめい, かいしき, のんき, むいしき, 下意識, 呑気, 意識不明, 暢気, 無意識ασυνείδητο - 知能εξυπνάδα, ευφυΐα, νοημοσύνη - いしのうりょく, がくしゅうのうりょく, ちりょく, 学習能力, 意思能力, 知力μυαλό, νοημοσύνη, νοητική ικανότητα, ευστροφία, εξυπνάδα, ευφυϊα - こうかつさ, ずるさ, 巧妙さ, 策略δόλος, εξαπάτηση, επιδεξιότητα, ευστροφία, πανουργία, πονηριά - おくれ, しんしんこうじゃく, しんしんもうじゃく, せいしんちたい, せいしんはくじゃく, せいはく, ちえおくれ, 後れ, 心神耗弱, 発達の遅いこと, 知恵遅れ, 精神薄弱, 精神遅滞, 精薄καθυστέρηση ανάπτυξης, οπισθοδρομικότητα - がくぶ, 学部, 才能ικανότητα, χάρισμα - 関心事έγνοια, ευθύνη, καθήκον, μέλημα - もの, 事, 事件, 業務, 物πλάσμα, πράγμα, υποθέσεις, υποκείμενο, υπόθεση - Jpan, ぞうげのとう, 象牙の塔 - アニマ - かかわり合い, 関心事ανάμειξη, ενδιαφέρον, μπλέξιμο, προσοχή - 混乱αναστάτωση, αταξία - こんわく, とうわく, まどい, まよい, わくらん, 困惑, 当惑, 惑い, 惑乱, 迷いαμηχανία, ματαίωση, σάστισμα - こんきゃく, とうわく, なんもん, ほうほう, まどい, 困却, 当惑, 惑い, 這々, 這這, 難問απορία, μπέρδεμα, περιπλοκή, σύγχυση - なぞ, なぞなぞ, ミステリー, 神秘, 謎αίνιγμα, γρίφος, μυστήριο, μυστικό - きゅうち, こんきゃく, ジレンマ, 困却, 窮地δίλημμα - 確実性βεβαιότητα, πεποίθηση, σιγουριά - いきじ, いくじ, じしん, じふしん, 意気地, 確かさ, 自信, 自負心αυτοπεποίθηση, βεβαιότητα - はなっぱり, 鼻っ張りπεποίθηση - πίστη - 疑わしさαβεβαιότητα, αμφίβολη εντιμότητα, αμφιταλάντευση, δισταγμός - 不信, 懸念έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία, καχυποψία, υποψία, φόβος - 主義αρχή, ηθικός κανόνας, κανόνας - しんり, しんりがく, サイコロジー, 心理, 心理学, 心理学 ψυχολογία - にんちしんりがく, 認知心理学γνωστική ψυχολογία - じどうしんりがく, はったつしんりがく, 児童心理学, 発達心理学εξελικτική ψυχολογία, παιδική ψυχολογία - じっけんしんりがく, 実験心理学πειραματική ψυχολογία - ψυχοφυσική - こうどうしゅぎ, ビヘイビアリズム, 行動主義μπιχεβιορισμός, μπιχεβιοριστική ψυχολογία - νευροφυσιολογία, νευροψυχολογία, ψυχοφυσιολογία - ψυχομετρία - ゲシュタルトしんりがく, ゲシュタルト心理学 - しゃかいしんりがく, 社会心理学κοινωνική ψυχολογία - グループダイナミックスδυναμική κοινωνικών ομάδων - voice (en) - παραψυχολόγος - しんりがくしゃ, 心理学者ψυχολόγος - Carl Gustav Jung, Carl Jung, Jung (en) - アイキュー - 無上の幸せεξαιρετική ευτυχία, ευδαιμονία, μακαριότητα, στον έβδομο ουρανό - αβουλία, αβουλησία - anhedonia (en) - さいみん, 催眠ύπνωση - じこあんじ, 自己暗示αυθυποβολή - きうつしょう, しんきしょう, ゆううつしょう, 心気症, 憂欝症, 気欝症υποχονδρία - 不安, 緊張υπερένταση - 道理λογικότητα - うつびょう, うつ病, ゆううつしょう, メランコリア, 憂欝症, 鬱病μελαγχολία - いら立ち - 連想συνειρμός, σύνδεσμος - 気分[Domaine]

-