sensagent's content
Lettris
Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.
boggle
Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !
English dictionary
Main references
Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).
Translation
Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.
last searches on the dictionary :
computed in 0.047s
खतरनाक ढंग से — ανησυχητικά - λαίμαργοσ - κάνω - acquisitive (en) - अति लोलुप, अर्जनशील, कंजूस, पकड़ने वाला, लालच, लालची — άπληστος, ζηλόφθονος, λαίμαργος, πλεονέκτης, φιλάργυρος, φιλοκερδής - παθητικός - प्रफुल्लता — θριαμβευτικά, πανηγυρικά - exhaustively, thoroughly (en) - जानबूझकर, जानबूझ कर, जानबूझकर इरादतन, विववाह के विषय में विचार — επίτηδες, εσκεμμένωσ - accidentally, inadvertently, involuntarily, unintentionally, unwittingly (en) - निष्क्रिय ढंग से, शांतिपूर्वक — παθητικά - भौचक्का, हक्काबक्का — εμβρόντητος, σοκαρισμένος, φοβισμένος - आतंकित — επιρρεπής στον πανικό, πανικόβλητος, που πανικοβάλλεται εύκολα - अटल, दृढ़प्रतिज्ञ — ακλόνητος, θαρραλέος - जिम्मेदारी से — υπεύθυνα - याददाश्त खो जाना/ विस्मरण — αμνησία - घमंडपन के साथ, शानदारी से, स्वाभिमानता से — με καμάρι, περήφανα - अवश्य, अवश्य ही, निश्चित, निश्चित रूप से, निसंदेह, निस्संदेह, बेशक, वास्तव में — ασφαλώς, βεβαίως, και βέβαια!, με βεβαιότητα, με σταθερή απόδοση, πράγματι, ρητά, σίγουρα, σαφώς, χωρίς λάθη - communally, conjointly, jointly, together (en) - दृढता से — ειλικρινά - बहादुरी से, साहस के साथ, साहसपूर्वक — γενναία, θαρραλέα, λεβέντικα - ईमानदारी से, धर्मभीरुता से, पापशंकालुता से, शुद्ध अंत:करण से — ευσυνείδητα, ευσυνειδήτωσ, προσεκτικά, σχολαστικά - शांति से, संतुलन के साथ, संयम से — μετρημένα, σοβαρά - साहसपूर्वक — αναιδώς, θαρραλέα, τολμηρά - उपयुक्त ढंग से, योग्यतापूर्वक, सक्षमता, सामर्थ्यपूर्वक — επιδέξια, επιτήδεια, ικανά, ικανώσ, ταιριαστά - आशंकापूर्वक, उत्सुक्तापूर्वक, व्याकुलता से — ανήσυχα - intellectually (en) - पवित्रतापूर्व समारोह के साथ — επίσημα, σοβαρά - मोटा और भारी — άξεστα, τραχιά, χυδαία - डरावना, भयानक — απαίσιος, τρομακτικός, τρομαχτικός, φρικτός - डरावना, डरा हुआ — απαίσιος, τρομακτικός, φοβισμένος - अप्रीतिकर, डरावना — απειλητικός, αποκρουστικός - खौफनाक, दु:स्वप्नपूर्ण, रोंगटे खड़े कर देने वाला — ανατριχιαστικός, εφιαλτικός, φρικιαστικός - έντρομοσ, τρομακτικόσ, τρομαχτικόσ, φοβιτσιάρησ - साहसी — γενναίος, τολμηρός, τρομερός - पैशाचिक, बीभत्स — αρρωστημένος, μακάβριος - improperly (en) - दृढ़प्रतिज्ञा से, निडरता, निर्भयतापूर्वक, निर्भिकता — άφοβα, ακλόνητα, ανενδοτώσ, ατρόμητα - बुद्धिमत्तापूर्वक — έξυπνα - भद्रता से, शिष्टतापूर्वक, शिष्टता से — ευγενικά - अशिष्टता, अशिष्ट व्यवहार — άξεστα, αγενώς, χυδαία - सदिच्छा से, सौहार्दपूर्ण ढंग से — εγκάρδια - खुशमिजाजी से, दया से, मिलनसार, मिलनसारी से, सुशीलता से, सौम्य — αξιέραστα, εγκάρδια, ευγενικά, καλοδιάθετα, προσηνώς, φιλικά - अनष्ठिसूचक, अशुभ — απειλητικά, δυσοίωνα - निडर, निर्भय, भय रहित, साहसी — ατρόμητος, γενναίος - horrifyingly (en) - ντροπαλός - बहादुर, वीर, साहसी — θαρραλέος - भयंकर रूप से — φρικιαστικά - साहसी — γενναίος - δειλός - λιγόψυχος - poor-spirited, pusillanimous, unmanly (en) - अहंकारपूर्वक — υπεροπτικά - βεβαίωσ - लालच के साथ, लुटेरे की तरह से — άπληστα, λαίμαργα - churlishly, surlily (en) - volitionally, willingly (en) - ब्योरेवार — λεπτομερής - सरसरी तौर पर — βιαστικός, πεταχτός - equably (en) - τρομερά, φοβερά - प्रसन्नता — μετά χαράς - gluttonously (en) - grudgingly (en) - αγαλλιασμένος, κεφάτος - खुशमिजाजी, प्रसन्न — εύθυμος, ζωηρός, κεφάτος, φαιδρός, χαρωπός - उतावलापन से, दु:साहस से, लापरवाही से — ριψοκίνδυνα - साहस के साथ — ηρωικά - भावहीनता — απαθώς - καθιστώ προσωπικόν, προσωποποιώ - बुद्धिमत्ता, विवेकपूर्णता — γνωστικά, συνετά, φρόνιμα - नरमता, सौम्यता — επιεικώς - drippily, mawkishly (en) - एक स्वरता, नीरसता — μονότονα - φλεγματικώσ - अविकसितता से — μικροσκοπικά - कामुकता से — αισθησιακά - solitarily (en) - στωικώσ - दिलेरी से, साहस-पूर्वक — γενναία - gluttonously, voraciously (en) - जानकारी रखना, महसूस करना — αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω , κατανοώ - αντιλαμβάνομαι - पता चलना, बोध होना — αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι σωστά, εννοώ, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω καλά, κατανοώ, συναισθάνομαι, συνειδητοποιώ - λαμβάνω γνώση, ξέρω - जानकारी, जानना, ज्ञात होना — έχω μάθει, γνωρίζω, ξέρω απ' έξω - परिचित होना — έχω οικειότητα με κπ., μαθαίνω, ξέρω - βιώνω, ζω - ξέρω - συγχέω - छिपे हुए अर्थ को खोज निकालना — αντιλαμβάνομαι τι υπονοεί ένα κείμενο, μαντεύω τι υπονοεί ένα κείμενο - ερμηνεύω - εκλαμβάνω, παίρνω - वीर-युग से सम्बंधित — ιπποτικός - अशिष्ट, रूखा — άξεστος, απότομος - γίνομαι, διαμορφώνομαι, καθίσταμαι - पूर्वानुमान लगाना, पूर्वाभास — προβλέπω - बेचने के प्रस्तुत करना — βοηθώ στις πωλήσεις, πουλώ - μεταπείθω, παίρνω με το μέρος μου - मना करना, रोकना — αποτρέπω - Πιαζέ, Πιαζέτ - B. F. Skinner, Burrhus Frederic Skinner, Fred Skinner, Skinner (en) - affectional, affective, emotive (en) - आत्मिक — ενδόμυχος, εσωτερικός, μύχιος - चरित्रचित्रण — περιγράφω, χαρακτηρίζω, χαρακτηρίζω κπ. ως - अध्यवसाय, अभिनिवेश, जिद, दृढ़ता — εμμονή, επιμονή - aggro (en) - आचरण, करतूत, जो कुछ किया, बर्ताव — αγωγή, ανατροφή, πράξεις - συμπεριφορά - निरुत्साह — κρύος, ψυχρός - διανοητικός - बुद्धिमान, सुबोध — έξυπνος, ευφυής, οξύνους - जाना-बूझा, साभिप्राय — εκούσιος, εκ προθέσεως, εσκεμμένος, σκόπιμος - ακούσιοσ - introspective, introverted, self-examining (en) - make, score, seduce (en) - fuck off, jack off, jerk off, masturbate, she-bop, wank (en) - आज्ञाकारी — υπάκουος - निरंकुश, विपरीत — αντίθετος, δύστροπος - जिद्दी, हठधर्मी, हठी, हठीला — επίμονος, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος, πεισματάρης - दावत देना — πάω γυρεύοντας, προκαλώ - αποσπώ, εκμαιεύω - fire up, heat, ignite, inflame, stir up, wake (en) - assure, reassure (en) - ανάβω, αρπάζομαι, γίνομαι μπαρούτι, εξάπτομαι, ερεθίζομαι - चौंक जाना, चौका देना, चौकाना, डरना, डराना, भयभीत होना — εμπνέω φόβο, ξαφνιάζω κπ., σκιάζω, τρομάζω, τρομάζω κπ., τρομοκρατώ, φοβίζω - आतंकित करना, भयभीत कर देना — προκαλώ φρίκη, σοκάρω - अशान्त करना, अस्थिर करना, हतोत्साह करना — αναστατώνω, αποθαρρύνω, διαταράσσω, ξεσηκώνω, ταράζω - die (en) - धमकाना, निरुत्साहित करना — αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, εκφοβίζω, πτοώ, τρομοκρατώ - क्रोधोन्मत्त करना — εξαγριώνω, εξοργίζω - घबरा देना, छक्के छुड़ा देना, व्यर्थ कर देना, हरा देना — αναστατώνω, απορυθμίζω, αποσυντονίζω, διαταράσσω, εξοργίζω, συγχίζω, ταράζω, ταράσσω, φέρνω σε δύσκολη θέση - हैरान करना — μπερδεύω, προκαλώ σύχγυση, σαστίζω - अड़चन डालना, बाधा — εμπλέκομαι σε οικονομικά προβλήματα, ντροπιάζω, προσβάλλω, φέρνω σε δύσκολη θέση - कष्ट पाना, दुख भोगना — υποφέρω - lose (en) - निराश करना, हताश करना — απογοητεύω, αποτυγχάνω να βοηθήσω σε κτ. - नीचा दिखाना — εξευτελίζω, μειώνω, ταπεινώνω - अपमानजक महसूस करना — εξευτελίζω, ταπεινώνω, υποβιβάζω - ελαττώνω, μειώνω - नियंत्रण — περιορίζω, συγκρατώ - αναπτερώνω, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω - उत्साहवर्धक — εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ξαναζωντανεύω - उत्साहित करना — εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, ενισχύω, συμπαραστέκομαι, υποστηρίζω - αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω - dishearten, put off (en) - καίγομαι - अहंकारी — αλαζονικός, επηρμένος - अवमानी, अहंकारी, उपेक्षक, के परे, घमंडी, से परे — αγέρωχος, αλαζονικός, υπεροπτικός, υπερφίαλος, υπερόπτης - अपनी उपलबधियों पर बहुत शान करना, घमंडी, दंभी अभिमान, दम्भी, बहुत दिखावा करना — επηρμένος, ματαιόδοξος, ξιπασμένος, που έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα - सतर्क, सावधान — προσεκτικός, συνετός - υπεύθυνος - ευαισθητοποιώ - उत्तेजित करना, जगाना, जागृत करना — διεγείρω, εξάπτω, ξεσηκώνω, συγκινώ - शैतान जैसा — διαβολικόσ, σκανδαλιάρικος - संयमी — μετρημένος, σοβαρός - βρίσκω - αντιμάχομαι, αντιστρατεύομαι, καταπολεμώ, στρατεύομαι - प्रभावित करना — επηρεάζω - विशिष्ट लक्षण — χαρακτηρίζω - behavioral, behavioural (en) - यहूदी विरोधी भावना — αντισημιτικός - image, persona (en) - चित्त, दिमाग, मन — κεφάλι, κεφαλή, μυαλό - अचेतन, बेसुध — ασυνείδητο - बुद्धिमत्ता — εξυπνάδα, ευφυΐα, νοημοσύνη - μυαλό, νοημοσύνη, νοητική ικανότητα, ευστροφία, εξυπνάδα, ευφυϊα - किचनापन, चालाकी, छल-कपट, धूर्तता — δόλος, εξαπάτηση, επιδεξιότητα, ευστροφία, πανουργία, πονηριά - पिछड़ापन — καθυστέρηση ανάπτυξης, οπισθοδρομικότητα - मानसिक या शारीरिक शक्ति — ικανότητα, χάρισμα - चिन्ता — έγνοια, ευθύνη, καθήκον, μέλημα - कारोबार, चीज़, मामला, वस्तू, व्यापार — πλάσμα, πράγμα, υποθέσεις, υποκείμενο, υπόθεση - ivory tower (en) - anima (en) - उलझन, उलझाव, फंसाव, ब्याज, रस, रुचि — ανάμειξη, ενδιαφέρον, μπλέξιμο, προσοχή - αναστάτωση, αταξία - परेशानी, संभ्रम — αμηχανία, ματαίωση, σάστισμα - उलझन, घबराहट — απορία, μπέρδεμα, περιπλοκή, σύγχυση - गुप्तोपासना, गूढ प्रश्न, पहेली, रहस्य, राज़ — αίνιγμα, γρίφος, μυστήριο, μυστικό - असमंजस, दुविधा — δίλημμα - निश्चितता — βεβαιότητα, πεποίθηση, σιγουριά - असंन्दिग्धता, आत्मविश्वास, निश्चितता, निश्चित होना, विश्वसनीयता — αυτοπεποίθηση, βεβαιότητα - πεποίθηση - πίστη - अनिश्चय, अनिश्चितता, शंका, संदिग्धता, संदिग्ध मामला, संदेह, सन्देह — αβεβαιότητα, αμφίβολη εντιμότητα, αμφιταλάντευση, δισταγμός - अविश्वास, शुबह, संदेह — έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία, καχυποψία, υποψία, φόβος - प्राचार्य — αρχή, ηθικός κανόνας, κανόνας - मनोविज्ञान — ψυχολογία - γνωστική ψυχολογία - εξελικτική ψυχολογία, παιδική ψυχολογία - πειραματική ψυχολογία - ψυχοφυσική - μπιχεβιορισμός, μπιχεβιοριστική ψυχολογία - νευροφυσιολογία, νευροψυχολογία, ψυχοφυσιολογία - ψυχομετρία - configurationism, Gestalt psychology (en) - κοινωνική ψυχολογία - δυναμική κοινωνικών ομάδων - voice (en) - παραψυχολόγος - मनोविश्लेषक, मनोवैज्ञानिक — ψυχολόγος - Carl Gustav Jung, Carl Jung, Jung (en) - I.Q., intelligence quotient, IQ (en) - आनन्द, हर्ष — εξαιρετική ευτυχία, ευδαιμονία, μακαριότητα, στον έβδομο ουρανό - αβουλία, αβουλησία - anhedonia (en) - सम्मोहन — ύπνωση - αυθυποβολή - υποχονδρία - υπερένταση - औचित्य — λογικότητα - μελαγχολία - annoyance, botheration, irritation, vexation (en) - जुड़ाव — συνειρμός, σύνδεσμος - चित्त वृत्ति, भाव, मन का वेग, स्वभाव[Domaine]
-