sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.796s


 » 

analogical dictionary

βασικά, θεμελιακά, στην ουσίαv podstate - απλά, απλά και μόνο, αποκλειστικά, λιτά, όχι περισσότερο απόiba, len, skromne - αυτόματαautomaticky - ανησυχητικάznepokojujúco - εξαιρετικάnesmierne - αισχρά, καταφανώςhrubo - αισθητώσ, σημαντικάzrejme - αμιγἠς, ανὀθευτος, καθαρὀς, ξεκάθαροςúplný - ας πούμε, γύρω, γύρω σε, κάπου, κάπως, πάνω κάτω, σχεδόνasi, dačo, dosť, okolo, povedzme, približne, tak asi, takmer, temer, viac-menej - comparative, relative (en) - absolutely (en) - απολύτως, απόλυτα, εντελώς, ολότελα, πέρα ως πέρα, πλήρως, τελείως, τόσοabsolútne, celkom, dočista, oveľa lepšie ap., tým viac, úplne - αποκλειστικάvýhradne - absolutely, dead, perfectly, utterly (en) - perfectly (en) - ελλιπώςnedokonale - πλήρως, στο μεγαλύτερο βαθμό, όσο μπορώ περισσότεροdosýta, úplne - only (en) - λαίμαργοσnenajedený, nenásytný - only (en) - good, well (en) - well (en) - well (en) - well (en) - well (en) - comfortably, well (en) - πλεονεκτικάvýhodne - άφθονος, ἀφθονοςhojný - podstatne - well (en) - well (en) - dobre - well (en) - άφθονος, ενθουσιώδης, υπεράφθονος, υπερβολικόςhojný, neviazaný - vážne - άτακτα, σκανταλιάρικαnezbedne - even, still, yet (en) - even (en) - αποδεκτός, αποδεκτὀς, ικανοποιητικόςprijateľný - επανειλημμένα, συνεχώςaž do smrti, neustále, odvtedy, stále, ustavične - always, forever (en) - κάθε τόσο, κατά διαστήματα, μερικές φορές, περιστασιακά, πού και πού, πότε πότε, σποραδικάniekedy, občas, príležitostne, tu a tam, zavše, z času na čas - conventionally (en) - εν τούτοις , και όμως, παρ'όλ'αυτά, παρά ταύτα , παρόλα αυτά, ωστόσοale, avšak, jednako len, napriek tomu, no, predsa, však - έως τώραaž doteraz, dosiaľ, zatiaľ - άθλος, ανδραγάθημα, επίτευγμα, κατόρθωμαčin, hrdinský čin, skutok, výkon - πολύ, πραγματικάnaozaj, skutočne, veľmi - δραστήριοςaktívny - αθλητικός, ακροβατικόςakrobatický - αυτή τη στιγμή, μόλις πριν από λίγο, μόλις τώρα, τώρα, τώρα δαpráve teraz - ακαριαία, στιγμιαίαokamžite - δραστήριος, ευκίνητος, σβέλτος, σφριγηλόςčulý, svižný, vrtký, živý - νωρίςskoro - často - σπάνιαzriedkavo - ενεργός, σε ισχύčinný, platný, v platnosti - καθ'εαυτόνsamozrejme - αναμφισβήτητα, αποφασιστικά, εμφατικά, οριστικάdôrazne - skutočne - εξίσωσηvyrovnanie - βέβαια, φυσικάpravdaže, samozrejme - jasne - ενεργός - απλά, ξεκάθαρα, ολοφάνεραevidentne, jasne, otvorene - εκ πρώτης όψεως, κατά τα φαινόμενα, προφανώς, φαινομενικάna prvý pohľad, zdanlivo - παθητικός - ειδικά, ρητά, συγκεκριμέναvýslovne - ευτυχώςnašťastie, šťastne - record, track record (en) - ατυχώς, δυστυχώςbohužiaľ, nanešťastie - chronic (en) - ασυνήθισταmimoriadne - μέχρις υπερβολής, πάρα πολύ, σε βαθμό υπερβολικό, υπερβολικάprehnane, príliš - αργά ή γρήγοραskôr či neskôr - επιτέλους, στο τέλος, τελικάkonečne, nakoniec, napokon - αμέσως, αυτή τη στιγμή, ευθύς, πολύ γρήγορα, τώρα αμέσως, χωρίς δισταγμόbez váhania, hneď, hneď teraz, ihneď, na mieste, naraz, okamžite, poklusom, promptne - now (en) - at present, now (en) - now (en) - now (en) - now (en) - priamo - ακουραστώσ, ακούραστα, ανεξάντληταneúnavne, nevyčerpateľne - adequate, equal (en) - rýchlo - προς το παρόνnateraz, teraz, v tejto chvíli - απαραδέκτωσneprijateľne, nevhodne - abusively (en) - επιδέξιαobratne, zručne - hrozne - πολύtak, veľmi - δραστικάdrasticky - καθόλουvôbec - αποκλείεται, καθόλουvôbec nie, v žiadnom prípade - αίσια έκβαση, επιτυχία, τελεσφόρησηúspech - exhaustively, thoroughly (en) - ξαπλωμένος, φαρδύς πλατύςnatiahnuto - in a roundabout way, indirectly, on the grapevine, secondhand, through the grapevine (en) - μεγάλος αριθμός ή ποσότητα, πολύςhŕba, hromada - αποτυχία, βλάβηneúspech, zlyhanie - απότομα, ξαφνικάnáhle - λάθοςchyba, omyl - επιδέξιοςobratný - επιτέλους, κλείνοντας, τέλος, τελικά nakoniec, napokon - durably, enduringly, firmly, lastingly, staunchly, steadily, strongly, tightly (en) - advantageous (en) - omission, skip (en) - ανοησία, γκάφα, λάθος, παραδρομή, σφάλμα, χοντρό λάθοςchyba, hlúposť - γκάφα, λάθοσ, παραπάτημαchyba, hlúposť, omyl - αμυδράmatne - στην τύχηnáhodne, naslepo - πάνω κάτω, σχεδόνskoro, takmer - κατεξοχήν, κυρίωςhlavne, predovšetkým, prevažne - brazenly (en) - στοργικάnežne, s láskou, srdečne - φανεράotvorene - αναμφίβολα, αναμφισβήτηταbezpochyby, nepochybne - παθητικάľahostajne, pasívne - περιφρονητικάopovržlivo, pohŕdavo - comically (en) - deceitfully, deceivingly, deceptively, falsely, misleadingly, untruthfully (en) - παράξεναzvláštne - γρήγορα, σβέλταprudko, rýchlo - άνευ όρων, κατηγορηματικάbezpodmienečne, priamo, rozhodne, úplne - άφθαρτα, αιώνια, για πάντα, παντοτινάnadčasovo, naveky, neprestajne, večne - για πάντα, μόνιμαstále - προσωρινά, προσωρινώσdočasne, prechodne - ad lib, ad libitum, adventitiously, by surprise, impromptu, offhand, off the cuff, off-the-cuff, spontaneously, unawares, unexpectedly (en) - διαρκώσ, συνεχώςneustále - marginally (en) - επικίνδυναnebezpečne - δραστήριαenergicky - αδιαμφισβήτητα, μια για πάνταpresvedčivo, raz a navždy - θλιβερά, θλιμμένα, μοναχικάopustene, úboho, žalostne - afar (en) - απαλά, εξαίσια, λεπτά, λεπτεπίλεπταdelikátne, vynikajúco - γρήγορα - γρήγοραrýchlo - κανονικά, κατά κανόνα, συνήθως, συστηματικά, τακτικά, φυσιολογικάnormálne, obyčajne, spravidla, zvyčajne - πρόσφατα, τελευταία, τον τελευταίο καιρόnedávno, v poslednom čase - ακανόνιστα, αναξιόπισταnevyspytateľný - βαθμιαία, σταδιακάpostupne - εδώ, προς τα εδώ, σε κάποιο μέροςk nám, sem, tu - κατάλληλοςdobre, vhodný - pokojne - meager, meagerly, meagre, scrimpy, stingy (en) - how, however (en) - άθλιοςúbohý - μέσα, στο εσωτερικόdovnútra, vnútri - διεθνώςmedzinárodne - μόλις, νέο-, πρόσφατα, φρέσκαčerstvo, nedávno, práve - ξανά , πάλιešte - πάνταneustále - mechanically (en) - καλύτερα, κατά προτίμηση, κατά προτίμησινprednostne - and so, and then, so, then (en) - αν και, παρά, παρόλο - but then, on the other hand, then again (en) - με συνέπεια, σταθερά, συστηματικάdôsledne, systematicky - so, thus, thusly (en) - astronomically (en) - άψυχοςneživý - χαρακτηριστικάtypicky - σφαιρικάglobálne - καινούριος, πρωτοφανής, χωρίς προηγούμενοbezpríkladný, neslýchaný - mysticky, záhadne - ομοίως, παρομοίως, το ίδιοpodobne, rovnako - δευτερευόντωσ - αρμόδιος, κατάλληλος, σωστόςsprávny, vhodný - αξιοσημείωτα, ειδικότερα, ιδιαίτεραnápadne, obzvlášť - εντατικάintenzívne - κατάλληλα, καταλλήλως, όπως αρμόζειvhodne - inappropriately, unsuitably (en) - τεχνητά - episodically (en) - απίθανα, απίστευτα, θαυμάσια, φανταστικάfantasticky, rozprávkovo - feverishly (en) - αρμόδιος, εύστοχος, κατάλληλος, ταιριαστόςpríslušný, schopný, súci, trefný, vhodný - ακατάληπτα - earnestly, emphatically, expressly, insistently, with great emphasis (en) - επιδερμικά, επιφανειακάpovrchne - με κακία, μοχθηράzle, zlomyseľne - ασφαλώς, βεβαίως, και βέβαια!, με βεβαιότητα, με σταθερή απόδοση, πράγματι, ρητά, σίγουρα, σαφώς, χωρίς λάθηiste, isto, naozaj, pravdaže, predsa, rozhodne, samozrejme, s istotou, spoľahlivo, určite - dostatočne - αρκετά, αρκετόςdosť, dostatočne - inadequately, insufficiently (en) - so (en) - so (en) - so (en) - επηρεασμός, χειρισμόςmanipulácia - αβίαστα, εύκολα, χωρίς δυσκολίαľahko - actually, really (en) - έξυπνος, αναξιόπιστος, επιτήδειος, πανούργος, παρακινδυνευμένος, πονηρός, που μπορεί να εξαπατήσει, τσαχπίνικοςľstivý, nebezpečný, prefíkaný, zlomyseľný - γενικά, σε γενικές γραμμές, συμπερασματικάcelkom, po celkovej úvahe, vcelku - ευφραδής, εύγλωττοσvýrečný, výstižný - γεμάτος έξαψηrozčúlene - apropos, by the bye, by the way, incidentally (en) - completely (en) - incompletely, unfinished (en) - exactly, just, precisely (en) - αδιάντροπος, αυθάδηςbezočivý - from scratch (en) - closely, intimately, nearly (en) - σχετικάpomerne - αβίαστα, χωρίς δυσκολία - σημαντικάočividne - ειλικρινάvážne - έγκαιρα, εν καιρώ, νωρίςkeď nadíde čas, načas, v príhodnú dobu - στο τσακ, την τελευταία στιγμήv poslednej chvíli - γοητευτικός, δελεαστικός, ελκυστικόςlákavý, pôvabný, príťažlivý - off the cuff (en) - γοητευτική, γοητευτικό, γοητευτικός, μαγευτικός, συναρπαστικόςočarujúci, okúzľujúci, úchvatný, vzrušujúci - αντιθέτωςnaopak - απολαυστικός - ελκυστικόσ, φαιδρόσ, ωραίοσbezstarostný, čarovný, pôvabný - κατά γράμμαdo písmena - γενναία, θαρραλέα, λεβέντικαodvážne, statočne - βαθιάhlboko - ανυπόμοναnetrpezlivo - υπομονετικά, υπομονετικώσtrpezlivo - ανόηταhlúpo - δημιουργικάtvorivo - ριζικά, ριζοσπαστικάradikálne - ευσυνείδητα, ευσυνειδήτωσ, προσεκτικά, σχολαστικάsvedomito, úzkostlivo - εξαιρετικάmimoriadne - αγνώσ, καθαρά, καθαρώσčisto - καθαρά, με επιμέλεια, τακτικάúhľadne - δραστήρια, ρωμαλέαenergicky - jasne - εξαιρετικάvynikajúco - εξαιρετικά, θαυμάσια, τρομεράbáječne, ohromne, skvele, úžasne - impeccably (en) - άχρωμα, μαλακά, τρυφεράmdlo - μετρημένα, σοβαράtriezvo - αναιδώς, θαρραλέα, τολμηράsmelo - πολύ καλά, ωραίαpekne - άνετα, αναπαυτικώσpohodlne - ανεπίτευτοσ, δυσεύρετοσ - correspondingly (en) - έξυπναzručne - από τον περισσότερο κόσμοvšeobecne - intellectually (en) - αντίδρασηreakcia - exaggeratedly, excessively, hyperbolically (en) - με καμάρι, περήφαναhrdo - επίσημα, σοβαράslávnostne, vážne - αδέξιαnemotorne - άξεστα, τραχιά, χυδαίαhrubo - έντονα, πάρα πολύhlboko, veľmi - αυθόρμηταspontánne - απαίσιος, τρομακτικός, τρομαχτικός, φρικτόςdesivý, strašný - απαίσιος, τρομακτικός, φοβισμένοςbojazlivý - σχολαστικάpuntičkársky - απειλητικός, αποκρουστικόςhrozivý, odpudzujúci - αδέξια, ενοχλητικάnešikovne - θριαμβευτικάvíťazne - ανατριχιαστικός, εφιαλτικός, φρικιαστικόςdesivý, hrôzostrašný, napínavý, vzrušujúci - pravidelne - έντρομοσ, τρομακτικόσ, τρομαχτικόσ, φοβιτσιάρησdesivý, naháňajúci strach, strašidelný - γενναίος, τολμηρός, τρομερόςobávaný - ιδανικά, ιδεωδώς, τέλειαdokonale, ideálne, vynikajúco - ανόητα, παιδιάστικαdetinsky - αρρωστημένος, μακάβριοςnechutný, strašidelný - improperly (en) - με προσοχή, προσηλωμέναpozorne - εξαιρετικά, φοβεράohromne, strašne - γενναιόδωρα, φιλελεύθεραliberálne, štedro, veľkoryso - αβίαστα, χωρίς προσπάθειαbez námahy - διεξοδικά, με το νι και με το σίγμαpodrobne - αποτελείωμα, ολοκλήρωση, περάτωση, συμπλήρωσηdokončenie - βολικάvhodne - inconveniently (en) - abstractly (en) - πεισματάρικαtvrdohlavo - νικηφόραvíťazne - σοφάmúdro - απερίσκεπτα, γελοία, χαζάhlúpo, nerozumne - έξυπναinteligentne - ευκατάληπτα, καταληπτώσ, κατανοητάzrozumiteľne - αριστοκρατικά, αριστοκρατικώσaristokraticky - διπλωματικάdiplomaticky - δυστύχημα, καταστροφή, πλήρης αποτυχία, συμφορά, φιάσκοfiasko - επ' αόριστονna neurčito - με ακρίβεια, ορθώσ, σωστάblízko, správne, tesne - καλοσυνάτα, φιλανθρωπικάláskavo - νωθράlenivo - αναιδής, αυθάδης, θρασύςdrzý - βιαστικάprenáhlene, unáhlene, v rýchlosti, v zhone - σατυρικώσ - ελεύθεραotvorene, slobodne - πνευματικάduchovne - αμυδρά, ασαφώς, δυσδιάκριτα, θαμπά, σκιερώσ, συγκεχυμέναnejasne, neurčite, nezreteľne - determinedly, unfalteringly, unshakably, unshakeably (en) - σποραδικά, σποραδικώσ - εκπληκτικά, καταπληκτικά, παραδόξωςúžasne - άφθονα, υπερβολικάbohato, hojne, výdatne - βαρετά, κουραστικώσnudne - ανώτατα, ύψισταnajviac - έξοχος, λαμπρός, πανέμορφος, υπέροχος, ωραιότατοςnádherný, vynikajúci - εύμορφοσ, ωραίοσkrásny - ευγενικάslušne, zdvorilo - γοητευτικός, πανέμορφοςúchvatný - άξεστα, αγενώς, χυδαίαhrubo, nezdvorilo - αξιέπαιναchvályhodne - ευχάρισταpríjemne - nepríjemne - εγκάρδιαsrdečne - αξιέραστα, εγκάρδια, ευγενικά, καλοδιάθετα, προσηνώς, φιλικάláskavo, s dobrou náladou, srdečne, vľúdne - explicitly, unambiguously, unequivocally, univocally (en) - μόλις, παρά τρίχαo chlp, o vlások, tesne - ευγενικόςvľúdny - πιστάverne - άριστοσnajvhodnejší, optimálny - αφύσικαabnormálne, odlišne - από έτουσ εισ έτοσ, διαρκώσ, μόνιμα, παντοτινάstále - lahodne, príjemne - nežne, s láskou - από μέσα μου, κρυφάv duchu - ευνοϊκάpriaznivo - δυσμενώσnemilo, nepriaznivo - βελτιωτικόσ - ξεράsucho - reduce (en) - accommodatingly, obligingly (en) - gloomily (en) - αμυδρά / αόρισταmatne, nejasne - με στόμφοokázalo - βελτίωσηzlepšenie - εξέλιξη, πρόοδοςpokrok - επίμοναhúževnato, zanovito - αποτελεσματικάúčinne - τραγικά, τραγικώσ - απειλητικά, δυσοίωναzlovestne - justifiably, with good reason (en) - αλαζονικά, απρεπώςneslušne - ακαταμάχητα, ακατανίκητα, υπερβολικάneodolateľne - αυστηρά, λιτά, σκληρά, σοβαράprísne, tvrdo, vážne - authoritatively, magisterially (en) - αποκατάσταση, διόρθωση, επανόρθωσηkorektúra, náprava, oprava - stainless, unstained, unsullied, untainted, untarnished (en) - άγρια, με μανίαdivo, zúrivo - αιματηρός, αιμοβόρος, αιμοχαρήςkrvilačný - αναμόρφωση, βελτίωσηpretvorenie, reforma, zlepšenie - καλλωπισμόσ - κλασικώσ - δυσνόητα, σκοτεινάnezreteľne - ατρόμητος, γενναίοςnebojácny, neohrozený, smelý - horrifyingly (en) - καλαίσθητα, καλιτεχνικώσumelecky - ειδικά, ιδιαίτεραhlavne, najmä, obzvlášť - εκσυγχρονισμόςmodernizácia - εξίσου, ομοιόμορφαjednotvárne, rovnako - enduringly (en) - κατάφωρα, καταφανώς, χυδαίαočividne - υποβάθμιση, υποβιβασμός - κατεξοχήν - θαρραλέοςnebojácny - aesthetically, esthetically (en) - φρικιαστικάotrasne - γενναίοςstatočný - δειλόςbojazlivý - μόλυνση, ρύπανσηznečistenie - δειλόσbojazlivý, zbabelý - λιγόψυχοςbojazlivý, plachý - bojazlivý, zbabelý - άθλια, σιχαμεράbiedne, úboho - υπεροπτικάarogantne - audaciously, boldly, bravely, daringly, doughtily, hazardously, stoutheartedly (en) - μανιωδώςdychtivo - ερωτικά - assiduously, dedicatedly (en) - έξυπνα, σοφά, συνετάbystro, chytro, prezieravo - πανουργώσ - austerely, hard (en) - άπληστα, λαίμαργαchamtivo, dravo, nenásytne - καλοκάγαθαvľúdne - απότομα, κοφτά, χωρίς περιστροφές, ωμάbez obalu, príkro, prudko - boorishly (en) - big-heartedly, bounteously, bountifully, generously, lavishly, plenteously, plentifully, prodigally, profusely, unsparingly (en) - γοργά, γοργώσ, δραστήρια, ζωηρά, ζωηρώσ, σφριγηλάrezko, živo - αδιάκοπα, ακατάπαυστα, συνέχειαnepretržite, neustále - endlessly, interminably (en) - δογματικόσ, ισχυρογνώμων, φαντασμένοσdogmatický, neústupčivý, neústupný - αναιδώσ, απρόσεκτα, με θρασύτηταbezstarostne, nedbalo - churlishly, surlily (en) - ανεπίσημα, κοινά, στην καθομιλουμένηhovorovo, neformálne - calmly, collectedly, composedly, leisurely (en) - εξοικειώνομαι, προσαρμόζομαι, προσαρμόζωprispôsobiť, upraviť - αυτάρεσκαsamoľúbo - περιεκτικάpodrobne - εν ολίγοις, εν συντομία, κοντολογίς, με λίγα λόγια, με μια λέξη, συνοπτικάjedným slovom, krátko, skrátka, skrátka a dobre, stručne, zhustene - κυνικά, κυνικώσcynicky - προστατευτικώσ, συγκαταβατικάblahosklonne - σε σύγχυση, συγκεχυμέναzmätene - consequentially (en) - εποικοδομητικάkonštruktívne - ατάραχα, ψυχράchladno, nenútene - απίστευτα, με ελάχιστες ή χωρίς πιθανότητεςnepravdepodobne, neuveriteľne - αξιόπιστα, πιστευτώσvierohodne - αινιγματικά, μυστηριωδώςtajomne - ένα σωρό, αμέτρητος, αναρίθμητοςnespočetný, veľakrát - απολαυστικά, πολύ ευχάρισταrozkošne - ίσως, ενδεχομένωςasi, snáď áno - παράλογαabsurdne, nezmyselne - ερωτιάρικαkoketne - αγενώσ, αναξιοπρεπώς, επαίσχυντα, ευτελώσnečestne - λεπτομερήςpodrobný - απαίσια, δυσάρεσταnepríjemne - βιαστικός, πεταχτόςpovrchný, zbežný - διαβολεμένα, διαβολικάdiabolsky, strašne - αξιοκαταφρόνηταohavne - διαμετρικά - επιμελώςusilovne - δυσάρεστα, με δυσαρέσκειαnepríjemne - αισχρά, αναξιοπρεπώς, ατιμωτικά, επαίσχυνταhanebne, nečestne, nedôstojne - ανοιχτά, ειλικρινά, ειλικρινώς, προσίτωσotvorene, priamo na rovinu, úprimne - disinterestedly (en) - πιστάlojálne - άπισταnelojálne - ανάλογα, αναλογώσ, κατ' αναλογίαprimerane, úmerne - ευλαβικά, ευσεβάστωσ, μεθ'υπολήψεωσ, με σεβασμόúctivo, zdvorilo - με ασέβειαneúctivo - δογματικάdogmaticky - κεντρικός - αφηρημένα, ονειρικάsnivo - εκστατικάextaticky, s nadšením - απόκοσμα, παράξεναzáhadne - effectually (en) - effectively, efficaciously (en) - vlna - εγωιστικά, ιδιοτελώσsebecky - pozoruhodne - equably (en) - σοφά - αόρισταvyhýbavo - κανονικά, σε τακτά διαστήματαpravidelne - άνισαnerovnako - εξωφρενικά, υπέρμετραprehnane - expediently, inadvisably (en) - expensively (en) - exponentially (en) - extenuation, mitigation, palliation (en) - ύφεσηuvoľnenie napätia - liberalisation, liberalization, relaxation (en) - οικείαdôverne - φανατικάnáruživo - άψογαbezchybne - flabbily (en) - άκαμπταneochvejne, neohybne - ισχυράenergicky - ανθώ, βλαστάνω - τρομερά, φοβερά - αναγνωρίσιμος, αντιπροσωπευτικός, ξεχωριστός, προσδιοριστικός, τυπικός, χαρακτηριστικόςcharakteristický, príznačný, typický, zvláštny - gluttonously (en) - λαμπράoslnivo - gratuitously (en) - grievously (en) - αλλόκοταgroteskne - nerád, s nechuťou - ακόλαστοςsvetlý - αρμονικάľubozvučne - απερίσκεπταprenáhlene - ριψοκίνδυναnedbanlivo - άκαρδαnemilosrdne - ηρωικάhrdinsky - απαίσια, φριχτάodporne - υγιεινάhygienicky - ενοποίηση, συνένωση, σύζευξηspojenie, zjednotenie - επανένωσηzjednotenie - τεμπέλικαlenivo - διακοπή, διαταραχήprerušenie, vyrušenie, vyrušovanie - επιβλητικώσ, προστακτικώσ - αναιδώς, θρασέωσ, προσβλητικάbezočivo - αυθόρμητα, παρορμητικάimpulzívne, prudko - absolutely, definitely, exactly, on the button, on the dot, on the nose, positively, precisely (en) - απερίσκεπταnerozumne - ασύγκριταneporovnateľne - discreetly (en) - απολύμανση - νωχελικά, νωχελικώσ - industriously (en) - ευφυώς, εφευρετικάduchaplne - κατά βάσηv podstate - inopportunely, malapropos (en) - επίκαιρα, κατάλληλαvhodne - insidiously, perniciously (en) - απλοποιώ, απλουστεύωzjednodušiť - έντονα, εξαιρετικάvášnivo - κουραστικάnamáhavo - άτοναmdlo - languishingly, languorously (en) - lasciviously, obscenely, salaciously (en) - γελοία, παράλογαsmiešne - επιεικώςzhovievavo - οργανώνω, παρέχωorganizovať, zorganizovať - ίσιος, καθαρός, νοικοκυρεμένος, παστρικός, συγυρισμένος, τακτικόςčistotný, čistý, hladký - άσπιλος, άψογος, αμόλυντος, πεντακάθαροςnepoškvrnený, starostlivo uprataný - dismally, gloomily, lugubriously, sinisterly (en) - μεγαλοπρεπώσ, μεγαλόπρεπαmajestátne - εκμετάλλευση, κακομεταχείρισηvyužitie - drippily, mawkishly (en) - βάναυση συμπεριφορά, κακομεταχείριση, κακοποίησηzlé zaobchádzanie - δίωξη, διωγμός, καταδίωξη, κατατρεγμόςprenasledovanie - honba na čarodejnice - αλύπητα, αμείλικτα, ανελέητα, ανηλεώςbezcitne, bezohľadne, nemilosrdne, neúprosne - McCarthyism (en) - bewildering (en) - λεπτομερώσdo detailu - σαν από θαύμαzázračne - διαφανήσ, ημιδιαφανήςprebleskujúci, priehľadný, priesvitný - άθλια, άθλιωσúboho - τάση φυγής, τάση φυγής από την πραγματικότητα, φυγή από πραγματικότηταeskapizmus - μονότοναjednotvárne - θολόσbahnistý, kalný, mútny, nejasný, neusporiadaný, rozbúrený, rozvírený, zahmlený, zakalený, zatiahnutý, zmätený - γαλακτερός, γαλακτώδηςmliečny - narrow-mindedly, small-mindedly (en) - δαιμόνιος, κοφτερός, οξυδερκής, οξύνουςbdelý, bystrý, ostrý, prefíkaný - close, near, nigh (en) - objektívne - δουλικά, δουλοπρεπώςservilne - πλουσιοπάροχαbohato - επιδεικτικάokázale - enveloping (en) - εγκάρδιος, επιστήθιος, στενόςblízky, dôverný - αρμοδίωσ - φλεγματικώσ - pithily, sententiously (en) - άθλια, αξιολύπητα, οικτράsúcitne, žalostne - άσκοπαmárne - cocksurely, pretentiously (en) - unpretentiously (en) - όμορφαpekne - πεζώσ - μικροσκοπικάchatrne - αλλόκοτα, παράξεναcudzo, zvláštne - ήρεμα, ήσυχα, αναπαυτικά, γαλήνια, με απάθεια, ψύχραιμαmierne, nerušene, pokojne, spokojne, ticho, vyrovnane - dokončiť, skompletizovať - relevantly (en) - αξιέπαινα, αξιοπίστωσúctyhodne - úctivo - robustne - ευρύχωροςpriestorný - πιασμένοσ, πυκνόσnahustený, obmedzený, úzkoprsý, úzky - άνετος, βολεμένοςspokojný - disquieting (en) - αισθαντικά, καλαίσθηταzmyslovo - αισθησιακάzmyselne - ήρεμαvyrovnane - proportional, relative (en) - shallowly (en) - democratic, popular (en) - frequent (en) - general (en) - βασικόςbežný, štandardný - zručne - ασυνήθιστος, εξαιρετικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστόςneobyčajný, osobitný, výnimočný - σπάνιοςvzácny, zriedkavý - σπάνιοςnezvyčajný, zvláštny - συνήθης, συνηθισμένοςzvyčajný - εθιμοτυπικός, καθιερωμένος, συνήθης, συνηθισμένος, τακτικόςtradičný, zvyčajný - κοινός, λαϊκόςprostý - ελεεινάšpinavo - ξεχωριστός, συγκεκριμένοςjednotlivý - αντίστοιχος, ξεχωριστόςpríslušný, vlastný - μεμονωμένοςoddelený - εκφραστικόςvýrazný - ανέκφραστος, απαθήςnevýrazný - prísne - superlatively (en) - sneakily, surreptitiously (en) - γλυκά, ευχάρισταľúbezne - tacitly (en) - telegraphically, tersely (en) - τρυφεράnežne - παραδοσιακάtradične - αποτελεσματικός, επιδέξιος, ικανόςschopný - plačlivý, ufňukaný - διαμαρτυρόμενοσ - ανυποφορώσ - διεγείρω, ερεθίζω, κεντρίζω, κινώpovzbudiť - λεπτομερής, πλήρηςcelkový, ozajstný - ανεπιφύλακτα, ειλικρινά, πλήρως, χωρίς δισταγμούςbezvýhradne, úplne, úprimne - εξαντλήσιμος, εξαντλητικός, λεπτομερήςvyčerpávajúci - πλήρης, συνολικόςcelkový, úplný - ανάξια, αναξίωσhanebne - neúplný - χρήσιμα, ωφέλιμαužitočne - γενναίαstatočne - βιαίωσ, ορμητικώσ - απαίσια, φρικτάohavne - gluttonously, voraciously (en) - εγκυκλοπαιδικόσencyklopedický - απόλυτοσplenárny - wholeheartedly (en) - έξυπνα, ευφυώσ με πνεύμα, με χιούμορvtipne - accessible, approachable (en) - βοηθώ, διευκολύνω - μάλιστα, όντωσáno, ba, no - conjugally, connubial, connubially (en) - dingily, grubbily, grungily (en) - ειδικάvýhradne, zvlášť - αμέσως - κατευθείανpriamo - συνοπτικός, συνοπτικός και κατανοητόςkrátky, stručný - επιγραμματικόσ - λακωνικός, μικρός, περιεκτικός, συμπαγής, σύντομοςkompaktný, krátky, úsečný, výstižný - απότομος, κοφτός, λακωνικόςúsečný - σχοινοτενής, φλύαροςrozvláčny - erotically (en) - ερήμωση, καταστροφήspúšť - έντονη λαϊκή διαμαρτυρία, αναστάτωση, μεγάλη αλλαγή, νταβαντούρι, σάλος, φασαρίαhurhaj, rámus, rozruch, znepokojenie - βιασύνη, ζωηρότητα, σάλος, ταραχή, φασαρία, φούριαrozruch - ασφυκτικά γεμάτος, υπερπλήρης, υπερχειλίζωνnabitý, preplnený - αταίριαστος, παράταιροςneladiaci, neprimeraný, nezlučiteľný - breeze, child's play, cinch, duck soup, picnic, piece of cake, pushover, snap, walkover (en) - narušený, násilný, porušený - podanie - περίοπτος - εξόφθαλμος, κατάφωρος, σκανδαλώδηςdo očí bijúci, nápadný, trápny, vyslovený - loose end, unfinished business (en) - constant (en) - επαναλαμβανόμενος, επαναλληπτικός, επανειλημμένος, μονότονοςopakovaný, opakujúci sa, opätovaný - σποραδικόσ - ξέρω - εριστικός, τεκμηριωμένοςhádavý - έχω οικειότητα με κπ., μαθαίνω, ξέρω - συμβατικός, τυπικόςkonvenčný - συμβατικός, συνηθισμένος - αλλόκοτος, εκκεντρικός, παράδοξος, παράξενοςbizarný, zvláštny - difficulty, trouble (en) - σημαντικόςznačný - αισθητόςzjavný, značný - insignificant, undistinguished (en) - συγχέωpliesť si - ιπποτικόςzdvorilý - άξεστος, απότομοςpríkry, prudký - αγενήςneslušný, nezdvorilý - αληθοφανήσ, αξιόπιστος, πιστευτόςuveriteľný, vierohodný - απίστευτος, εκπληκτικόςneuveriteľný - καυστικός, σκληρός, φαρμακερόςostrý - κρίσιμος - σημαντικόςvážny, závažný - ουσιαστικός, ουσιώδης, σημαντικός - απαρχαιωμένοσnemoderný, zastaraný - απαρχαιούμενος, που έχει πέσει σε αχρηστία, που τείνει να εκλείψειstarnúci, zastarávajúci - καταραμένοςprekliaty - ασταθής, ετοιμόρροπος, ξεχαρβαλωμένος, σαραβαλιασμένοσna rozpadnutie, roztrasený, schátralý, vratký - αναιδής, ασυγχώρητος, λαϊκός, πολύ κακός, πρόστυχος, χυδαίοςhrubý, neotesaný, vulgárny - αξιοπρεπής, γαλήνιος, νηφάλιοσ, σοβαρός, συντηρητικόσpevný, pokojný, rozvážny, seriózny, stály, triezvy, usadnutý, ustálený, vážny, vyrovnaný - απροσδιόριστοσ - πρώτος, στοιχειώδης - decided, distinct (en) - απαιτητικόςnáročný - αυστηρόςprísny, tvrdý - επείγων, πιεστικόςnaliehavý - adj. - αυθαίρετος, αυθαίρετος, αυθόρμητος, αυταρχικός, δεσποτικός, παρορμητικός, πραξικοπηματικόςsvojvoľný - προβλέπω, υπολογίζωmyslieť, počítať, vypočítať - αξιόπιστος, φερέγγυοςspoľahlivý - deviance, deviation (en) - εξαρτημένος - παραπτωματάκιpoklesok - ανεξάρτητοςnezávislý - πολυτέλεια, πολυτελής βίος, σπατάλη, υπερβολή, χλιδήmárnotratnosť - desirable (en) - ατιμία, βρομιά, βρωμοδουλειά, προστυχιά - ζηλευτόςzávideniahodný - βεβήλωση, ιεροσυλίαsvätokrádež - προτιμότεροςvhodnejší - πορνογραφίαpornografia - pay (en) - ζηλοφθονία, φθόνος - ακατανόητος, βαρύς, ζόρικος, κοπιώδηςnáročný, prísny, ťažký, tvrdohlavý - οργή - λαιμαργίαprejedanie - δυσκολομεταχείριστος, δύσκολος, λεπτόςchúlostivý - serious (en) - δύσκολος, ενοχλητικός, προβληματικόςneodbytný, neposlušný, nepríjemný, otravný, rušivý, ťažký - εύκολος - απλός, καθαρός, σκέτος, στοιχειώδηςčistý, elementárny, holý - αβρός, γλυκομίλητοςúlisný - επίμονος, εργατικός, ευσυνείδητοςusilovný, vytrvalý - ακαταπόνητος, ακούραστοςneúnavný - αδρανήσ, αμελήσľahostajný, nedbanlivý, slabý - direct (en) - εξάρτια, εφόδιαkonský postroj, takeláž - πολύ καλός, πρώτος - selective (en) - ασαφής, δυσδιάκριτος, συγκεχυμένοςnejasný, nezreteľný - general (en) - απειλή, κίνδυνος, ρίσκοnebezpečenstvo, riziko - επικρατέστερος, επικρατών, κυρίαρχοςdominantný, prevládajúci, rozhodujúci - έντονοςjemný - προστασίαochrana - changing, ever-changing (en) - ατελήσ, μόλισ αρχίσασ - ενασχολούμαιkonfrontovať - αποδοτικός, αποτελεσματικός, δραστικός, εντυπωσιακός, τελεσφόροςefektný, schopný, účinný - δύσκολος, εξαιρετικά κοπιώδης, εξαντλητικός, επίμοχθος, κοπιαστικός, κοπιώδης, κουραστικόςprácny, ťažký, vyčerpávajúci - hustý, rozbúrený, silný, ťaživý - facile (en) - ακολασία, μίξη άνευ διακρίσεωσpromiskuita - οικονομικός - ταχύςpohotový - δραστικόςdrastický - επιφωνηματικόσ - pevný - άκομψοσ, αδέξιοςnemotorný, neohrabaný, neotesaný, netaktný - exportable (en) - ενθουσιώδηςnadšený - ένθερμος, ενθουσιώδης, μανιώδης, που θέλει πολύchtivý, dychtivý, horlivý, vášnivý - θωπεύω, καλοπιάνω, καλοπιάνω με κολακείες, κολακεύωlichotiť - explicit, unambiguous, unequivocal, univocal (en) - απόκρυφοσ, απόρρητοσ, εσωτερικός, μυστικόσ - ασαφής, δυσνόητοςnezrozumiteľný - arcane (en) - εξωτερικόσ - βασικός, στοιχειώδηςzákladný - ευφημιστικόςeufemistický - κατά προσέγγιση, πρόχειρος, χονδρικόςhrubý, približný - free, liberal, loose (en) - úchvatný - κακή χρήση, κατάχρησηnesprávne použitie - ακριβά, ακριβόςdrahý - ακριβόςdrahý, nákladný - drahý - οικονομικός, φθηνόςlacný, nenákladný - capitalisation, capitalization (en) - άμαθος, άπειροςneskúsený - αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, επεξηγώobjasniť - ενδόμυχος, εσωτερικός, μύχιοςskrytý - δίκαιοςspravodlivý - neznámy - αντίκα, απαρχαιωμένος, εκτός μόδας, ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, παμπάλαιοςstaromódny, starožitný, starý, vyjsť z módy - άκομψος, κακοντυμένοςnemoderný - αριστοκρατική, αριστοκρατικό, αριστοκρατικός, πολυτελής, φίνοςextra, nóbl - άμεση, άμεσο, άμεσος, ακαριαίος, γρήγοροςokamžitý - σχολαστικόςpedantský - choosey, choosy, meticulous, particular (en) - παχουλός, στρουμπουλόςbucľatý, oblý - παχύσαρκοςkorpulentný, tučný - αποστεωμένος, καχεκτικός, κοκαλιάρης, οστεώδης, σκελετωμένοςkostnatý, vychudnutý, vycivený - διευθέτηση, οργάνωση, σύστημαorganizácia - επανάληψηzopakovanie - kopírovanie - rozmnožovanie - εμμονή, επιμονήnaliehavosť, pretrvávanie, vytrvalosť - βασικόςzákladný - ιεροτελεστία, τελετουργικό, τυπικόrituál - σε καλή σωματική κατάσταση, σε φόρμα, σωστός, υγιήςfit, vo forme, zdravý - αρτιμελήσ, γερόσ, εύρωστοσ, ικανόσ, σωματικόσsilný, telesne schopný - δίνω έμφαση, δίνω έμφαση σε κτ., τονίζω, τονίζω τη σημασία, υπογραμμίζωpodčiarknuť, zdôrazniť - fossilised, fossilized, ossified, petrified (en) - τονίζω, υπογραμμίζωzdôrazniť - αδιάλλακτος, ασυμβίβαστοςneústupný - extraneous, foreign, strange (en) - σύμφωνος με τους τύπουςobradný - ακινησία, ανάπαυλα, ανάπαυση, ξεκούραση, στάσηpokoj, prestávka - good, well (en) - αποχή, εγκράτειαabstinencia - καταστροφικός, μοιραίοςosudný - ελεύθεροςslobodný, voľný - occasional (en) - fresh (en) - φρέσκοςčerstvý - εγκάρδιος, προσηνής, φιλικόςláskavý, prívetivý, spoločenský, srdečný, veselý, žoviálny - beetle-browed, scowling (en) - γόνιμος, παραγωγικόςplodný, úrodný, vynachádzavý - συνωστισμένοςpreplnený - mere (en) - such, such that (en) - ειδικός, συγκεκριμένοςšpecifický - local (en) - technical (en) - obedience, respect (en) - γενναιόδωροςnešetriaci, poriadny, štedrý - σπάταλοσ - κακή διαχείριση, κακοδιοίκησηkorupcia - άθλιος, δύστροπος, παρακατιανός, σκληρός, τσιγγούνησmizerný, rozladený, úbohý, zlý - parsimonious, penurious (en) - μεγαλόψυχος - dobre - synthetic (en) - γερός, ευεργετικός, ευχάριστος, ευχαριστημένος, καλός, κεφάτος, που είναι σε καλή κατάσταση, υγιής, ωφέλιμοςblahodarný, dobre, dobrý, prospešný - ευπρόσδεκτοςvítaný - βολικός, κατάλληλοςvhodný, vyhovujúci - κατευνασμόςupokojenie, utíšenie - άθλιος, φρικτόςmizerný - ειρήνευση - negative (en) - αγαθός, ευγενικός, ικανοποιητικός, καλός, λογικόςdobrý, láskavý - white (en) - κακόςzlý - ανόσιος, ασεβής, δαιμονικόσ, δαιμόνιος, διαβολικός, εξωφρενικός, παράλογος, σατανικόςdémonický, diabolský, neúctivý, príšerný, zlý - μεφιστοφελικόσ - bristly, prickly, splenetic, waspish (en) - γκρινιάρης, δύστροπος, θυμωμένοςmrzutý - γκρινιάρης, οξύθυμοςmrzutý - ανάποδος, βαρύθυμος, βλοσυρός, καταχθόνιος, κατηφής, λυπημένος, μελαγχολικός, στριφνόςhrozivý, mrzutý, nevrlý, zlovestný - αγενής, εριστικόςnevrlý - βαθμιαίος - náhly - aggro (en) - καταστρεπτικόσ, καταστροφικόςkatastrofálny - integrácia - τήρηση υπόσχεσηςdodržanie slova - βαρύς - ελαφρός, ελαφρύςľahký - heavy (en) - δυσβάσταχτος, δύσκολος, επίπονος, ζόρικοςnamáhavý, ťažký - στενοχωρημένοσ - στήριξηobživa, podpera, podpora - βαρύς - ελαφρύςľahký - ομοιογενήςhomogénny, rovnorodý - favor, favour, patronage (en) - beau geste (en) - attention (en) - μεγάλος, σημαντικός, υψηλός, ψηλόςveľký, vysoký - επιστράτευση, κινητοποίηση, συσπείρωσηmobilizácia - μικρός, χαμηλού υψομέτρου, χαμηλόςnízko položený, nízky, nižší - δίψα για εκδίκηση, εκδίκησηodplata, odveta, pomsta - υψηλόςvysoký - χαμηλόςnízky, nižší - high, high-pitched (en) - μεσολάβηση, παρέμβασηintervencia, zákrok, zásah - ανανέωσηobnova - ειλικρινής, ευθύςotvorený - παραπλανητικόςklamný - διήκω, διαπερώ, διαπνέω, διαποτίζω, διαχύνομαιpreniknúť - διέξοδος - υποδεχόμενοσ - καυτόςhorúci - που κρυώνει, ψυχρόςchladno, studený, zima - ανεμοδαρμένος, απροστάτευτος, κρύοςholý, pustý - κρύος, ψυχρόςchladný - υπερφυσικόςnadľudský - ανθρωπιστικός, ανθρώπινοςláskavý, ľudský - κτηνώδης, χυδαίοςbrutálny, zverský - αγροίκοσ, αδέξιοσ, γελοίος, κλοουνίστικοςšašovský - γελοίος, κωμικόςhumorný, komický, smiešny, zábavný - αστείος, διασκεδαστικός - ξεκαρδιστικόςveselý - εύστροφος, πνευματώδηςbystrý, vtipný - βιαστικόςunáhlený - εξαιρετικός, ισχυρός, μεγάλος, ουσιώδης, σημαντικός, σπουδαίος, υψηλόςdôležitý, pádny, podstatný, významný - veľký, významný - βασικός, θεμελιώδης, καίριος, κύριος, σημαντικόςhlavný, kľúčový, ústredný, základný - ανώτερος, κυριότερος, κύριος, ο κύριος, ο πιο σημαντικός, πρωταρχικόςhlavný, najvyšší, prvoradý, vysoký - ιστορικόςhistorický, pamätihodný - opravdivý, seriózny, skutočný, úprimný - strategic, strategical (en) - πολύτιμοςcenný, hodnotný - ασήμαντοσmalicherný - δεινόσ, που εμπνέει δέος, φοβερόςnaháňať hrôzu, vzbudiť úctu - έξοχος, λαμπρός, μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπήςnádherný - διεφθαρμένοσ, παρακμάζων, παρηκμασμένοσprecitlivelý, úpadkový - informed (en) - πυκνοκατοικημένοςľudnatý - άψογοςbezúhonný - ηθικοπλαστικός, παιδαγωγικόςpoučný, povznášajúci - διανοητικός - έξυπνος, ευφυής, οξύνουςinteligentný - ενδιαφέρωνzaujímavý - γοητευτικός, συναρπαστικόςpútavý - ανιαρός, βαρετός, βαρύς, ενοχλητικός, κουραστικός, ψυχοφθόροςnezáživný, nudný, únavný - εξωτερικόσ, ξένοσ - adventitious (en) - smutný - bitter (en) - θλιβερόσ, πένθιμοσsmutný, smútočný, trúchly, žalostný - γνωστός, διάσημος, διαπρεπής, εξαιρετικός, ξακουστός, φημισμένοςpopredný, slávny, vynikajúci - για άντρα, μεγάλος σε μέγεθος, που είναι μεγάλου μεγέθουςvýznamný - πλατύς, σε φάρδος, φαρδύςveľký - ογκώδηςobjemný - ευρύχωροςpriestorný - καταπληκτικός, κολοσσιαίοςohromný, ohromujúci - τεράστιοςobrovský - γιγάντιος, γιγαντιαίοςobrovský - γιγάντιος, πελώριος, τεράστιοςmamutí - απέραντοςobrovský - πελώριος, τεράστιοςobrovský, velikánsky - μικρόςdrobný - μικρο-, μικροκαμωμένος, μικροσκοπικόςdrobný, maličký, mikro-, útla - εικονικός, κλασματικός, μικροσκοπικός, συμβολικόςnepatrný - ανόμοιος, διαφορετικόςodlišný - ασήμαντος, δευτερεύων, λιγοστός, μέτριοςmalý, menší, nenáročný, vedľajší - local (en) - ενωθείτε!, μακροσκελής, μακρόσυρτος, παρατεταμένος, προλετάριοι όλου του κόομου nekonečný, predlžovaný, proletári všetkých krajín, spojte sa! - διαρκής, μόνιμοςstály, trvácny, trvanlivý - ατέλειωτοςnekonečný - βραχύς, μικρός, σύντομοςkrátky, stručný - στιγμιαίοςchvíľkový - βροντώδησ, ηχηρόσ, ηχητικόσznelý, zvonivý, zvučný - αξιαγάπητοςmilučký, prívetivý - τρυφερόςroztomilý - απαίσιος, απεχθής, αποτρόπαιοςodporný, odpudzujúci - blue-eyed, fair-haired, white-haired (en) - αγαπών, στοργικός, τρυφερόςmilujúci - στοργικός, τρυφερός, φιλόστοργοςláskyplný, nežný, zaľúbený - ερωτευμένοσ - major (en) - minor (en) - αμελητέος, ασήμαντος, μηδαμινόςarašidový - γυναικοπρεπήσženský - παιδαριώδης, παιδιάστικοςdetinský - prezretý - μέγιστοςmaximálny - ελάχιστος, μηδαμινόςminimálny - που έχει νόημα, σημαντικόςmajúci význam - άσκοπος, που δεν έχει νόημαnezmyselný - άσπλαχνος, αμείλικτοςnemilosrdný, neúprosný - αμείλικτος, ανένδοτος, ανήλεος, ανελέητος, ανηλεής, ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, σκληρόςbezcitný, bezohľadný, chladnokrvný, nemilosrdný, neoblomný, neúprosný - ήπιος, ε λαφρός, επιεικήςmierny - εντατικόςintenzívny - απαίσιος, δεινός, σοβαρός, τρομερόςťažký, vážny - strong (en) - ελκύω, προσελκύωpritiahnuť - εξωφρενικός, υπέρμετροσ, υπερβολικόςnadmerný, prehnaný - εξωφρενικόςprehnaný, vydieračský - ολοκληρωμένος, ριζικός, ριζοσπαστικόςextrémistický, ultra-, zásadný - retiring, unassuming (en) - άσωτος, έκφυλος, ακόλαστος, ανήθικος, εκφυλισμένοςdegenerovaný, hýrivý, nemravný, nerestný, skazený - πολοίkaždý, mnoho, nejeden - πολυάριθμοςpočetný - λίγος, λιγοστός - παγκοσμίως, παγκόσμιοςpo celom svete, svetový - natural (en) - που μοιάζει με φάντασμαhrôzostrašný - τελικόςkonečný - posledný - ανώμαλος, αφύσικοςabnormálny, odlišný od normy - υπάκουοςposlušný - clear, open (en) - διαθέσιμος, ελεύθεροςvoľný - απεχθής, αποκρουστικός, απωθητικόςhnusný, odporný, ohavný, protivný - άθλιος, αηδιαστικός, αντιπαθητικός, βρομερόςodporný - ανακαινίζω, ανανανεώνω, ξαναρχίζωobnoviť - παλαιός, πρώην , τέωςstará, staré, starý - καινούριος, νέα, νέο, νέος, πρωτόγνωρος, πρόσφατοςnový - recent (en) - ηλικίας, ηλικιωμένοςpostarší, starý, vo veku - εκπληρώνω, ολοκληρώνω επιτυχώς, πραγματώνω, φέρω σε πέραςsplniť, vykonať - έγκαιρος, επίκαιροςvčasný, vhodný - κοινός, μέτριοςpriemerný - καλούτσικος, μέσος, μέτριοςcelkom dobrý, priemerný, stredný - κοινός, συνήθης - κοινός, συνηθισμένοςvšedný - θαυμάσιος, θαυμαστός, καταπληκτικός, τεράστιος, τρομερός, φανταστικόςbáječný, fantastický, nad očakávanie, náramný, obrovský, skvelý, úchvatný, úžasný - holistic (en) - πρωτότυποςoriginálny - καινούριος, πρωτοποριακόςnezvyklý - groundbreaking, innovational, innovative (en) - κοινότοπος, τετριμμένοςbanálny, všedný - γενικά αποδεκτός, που πιστεύει στις καθιερωμένες αρχέςortodoxný - εικονομαχικόσ - έκδηλος, ανοιχτόςotvorený - φανατικόςfanatický - νυν, τρέχωνsúčasný, terajší - irenic (en) - έντονος, οξύςostrý, prenikavý, silný - μόνιμοςtrvalý - impermanent, temporary (en) - παροδικόσkrátkodobý, letmý, migrujúci, nestály, prechodný - εξαφανιζόμενοσ, εφήμεροσ, παροδικόσ - αμηχανών, απορημένος, σαστισμένοςzmätený - αποσβολωμένος, σαστισμένοςv rozpakoch, zmätený - ατομικός, ιδιαίτερος, ιδιωτικός, προσωπικόςintímny, osobný, súkromný - assure, reassure (en) - απλός, γυμνός, εύκολος, κοινός, λιτός, μη σύνθετος, μόνος, σκέτοςčíry, jednoduchý, ľahký, nahý, obyčajný, prostý - απλός, μη σύνθετοςjednoduchý - απολαυστικός, ευχάριστοςpríjemný - απολαυστικόςpríjemný - ελαττώνω, μειώνωznížiť - διασκεδαστικόςzábavný - zábavný - θετικά φορτισμένος, θετικός, κατηγορηματικός, σαφήςjednoznačný, kladný, pozitívny - εξοργίζω, προσβάλλω, σκανδαλίζω, σοκάρωpobúriť, pohoršiť, rozhorčiť - αρνητικός - ουδέτερος - ικανοποιώuspokojiť - ακατόρθωτος, μη πραγματοποιήσιμοςneuskutočniteľný - δραστικός, δυνατός, ισχυρόςsilný - αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω - ostrý, silný - ισχυρόσ, σθεναρόσsilný - αδύναμος, ανήμπορος, ανίσχυροςbezmocný - εξουσιαστικόςdôležitý, významný - ακριβήςpresný - πομπώδης, στομφώδηςokázalý - δευτερεύων, δευτεροβάθμιος, κατώτεροςdruhého stupňa, druhoradý - auxiliary, subsidiary, supplemental, supplementary (en) - basic (en) - private (en) - εμπιστευτικόςdôverný - δημόσιος, κοινός - open (en) - plodný, úrodný - άκαρπος, μάταιοςbezvýsledný, márny, neúspešný, zbytočný - επικερδήςvýnosný - αξιοπρεπής, ευπρεπής, καθωσπρέπει, ταιριαστός, όμορφοςprimeraný, slušný, vhodný, vzhľadný - αυστηρά τυπικός, πουριτανός, σεμνότυφοςodmeraný, puritánsky, upätý, zošnurovaný - protective (en) - αλαζονικός, επηρμένοςarogantný, namyslený - αγέρωχος, αλαζονικός, υπεροπτικός, υπερφίαλος, υπερόπτηςnamyslený, pohŕdavý, povýšený - επηρμένος, ματαιόδοξος, ξιπασμένος, που έχουν πάρει τα μυαλά του αέραmárnivý, nafúkaný, namyslený - άψογος, ανόθευτος, καθαρόςčistý, rýdzi - čistotný, čistý, hladký - alleged, so-called, supposed (en) - apocryphal, implausible (en) - αμφίβολος, αναξιόπιστος, που εμπνέει υποψίες, που προκαλεί καχυποψία, σκιερός, ύποπτοςpochybný, podozrivý, tienistý - θορυβώδηςhlučný - ήρεμος, ήσυχος, αναπαυτικός, ηρεμιστικός, ξεκούραστος, που ξεκουράζει, χωρίς δραστηριότητα, ψύχραιμοςchladnokrvný, oddychový, oddychujúci, osviežujúci, pokojný, upokojujúci - αποδιοργανωτικός, θορυβώδης, που επιφέρει αναστάτωσηbúrlivý, rozvratný, rušivý - orderly, systematic (en) - bezohľadný, tvrdohlavý, tvrdošijný - kafkaesque (en) - σουρεαλιστικός - γερός, υγιήςzachovaný, zdravý - άξεστος, αγροίκοσ, αδέξιος, αποβλακωμένος, απολίτιστοςhrubý, hulvátsky, nemotorný - άγριος, άξεστος, σκληρός, τραχύς, χυδαίοςdrsný, hrubý - αναίσθητος, εξόφθαλμος, ηλίθιος, χοντροειδής, χοντρόπετσοςhlúpy, necitlivý, vyložený - κανονικόςpravidelný, riadny - irrelevant (en) - vážny - διαβόητος, επονείδιστος, κακόφημοςhanebný, hnusný, ohavný, smutne preslávený - συμβιβάσιμοσ - αποφασισμένοςrozhodnutý - ευπαρουσίαστοςreprezentačný - υπεύθυνοςzodpovedný - ανταποδοτικός, ικανοποιητικόςužitočný - ρητορικόςrečnícky - beating, pulsating, pulsing (en) - σε κακή ή καλή οικονομική κατάστασηbohatý, chudobný - οικονομικά άνετοςdostatočný - badly-off, poor (en) - απένταροςbez peňazí, na dne, zlomený, zničený - άπορος, φτωχόςbez prostriedkov, biedny - απένταρος, είμαι αδέκαρος, μου έχει τελειώσει κτ.bez haliera, vo finančnej tiesni - πλούσιος, πολυτελήςbohatý, prepychový - γεροδεμένος, γερόςmohutný, róbustný - γεροδεμένος, εύσωμος, σωματώδηςstatný, svalnatý, tučný, urastený - arcadian, bucolic, pastoral (en) - επικίνδυνοςnebezpečný - αρρωστημένος, επικίνδυνη, επικίνδυνο, επικίνδυνος, νοσηρόςnebezpečný - με τάσεις αυτοκτονίας, που μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή ή το θάνατοsamovražedný - διάφορος, ποικίλοςrôzny - παρόμοιος, όμοιοςpodobný - παλαβός, παλαβώνω, που περιέχει ή έχει γεύση σαν καρύδιnefungujúci, orechový, padnutý na hlavu, pomätený, šibnutý - μανιακόσ, τρελλόσ - δηκτικός, σαρκαστικόςsarkastický, uštipačný - ειρωνικός, χλευαστικόςuštipačný - περιπαικτικός, που έχει σχέση με τη σάτιρα, σατιρικός, σατυρικόσsatirický, výsmešný - μη ικανοποιητικόςneuspokojivý - απογοητευτική, απογοητευτικό, απογοητευτικόςneuspokojujúci - σχολαστική, σχολαστικό, σχολαστικόςpedantský - πολυμαθήσučený - σαγηνευτικόςpríťažlivý - εγωιστικόςsebecký - self-seeking, self-serving (en) - erogénny - υγιεινόςhygienický - extraneous, foreign (en) - náročný, opravdivý, seriózny, skutočný, úprimný, vážny - επιπόλαιοςneviazaný, povrchný - διαβολικόσ, σκανδαλιάρικοςnezbedný - μετρημένος, σοβαρόςstriedmy - open, undecided, undetermined, unresolved (en) - ερωτιάρης, τσαχπίνικοσ, φιλάρεσκοσkoketný - ερωτικόςerotický - blue, gamey, gamy, juicy, naughty, racy, risque, spicy (en) - ασελγήσ, λάγνοσ - ασελγήσ, κνησμώδησ, λάγνοσchtivý, smilný - δίνω την εντύπωση, δείχνω, δείχνω ότι, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, φαίνομαιvystúpiť, vyzerať, zdať sa - appear, seem (en) - δείχνω, επιδεικνύω, φανερώνωodkryť, ukázať, ukázať na okamžik - επιδεικνύω, καυχιέμαι, κορδώνομαιpýšiť sa, vyťahovať sa - αετομάτης, οξυδερδήσbystrozraký - αξιόλογος, που έχει ειδικό νόημα, σημαντικός, σπουδαίοςvýznamný - ασήμαντη, ασήμαντο, ασήμαντος, επουσιώδηςbezvýznamný - čistý, holý - βασικός, θεμελιώδης - περίπλοκοςzložitý - μπερδεμένος, περίπλοκοςkomplikovaný, zložitý - συκοφαντικόσ, ψευτοκολακευτικόσpodlízavý, servilný - μεμονωμένος, μοναδική, μοναδικό, μοναδικός, μόνη, μόνο, μόνοςojedinelý - έμπειρος, γνώστης, επιδέξιος, ικανός, καλοφτιαγμένος, καλός, πεπειραμένοςdobrý, obratný, schopný, šikovný, skúsený, zručný - λείοςhladký - ανώμαλος, γεμάτος λακκούβεςhrboľatý - ανακτώ, ξαναβρίσκωzískať späť - polished, refined, svelte, urbane (en) - stable (en) - γερός, στέρεοςpevný, solídny - εύθυμοσ, ζωηρόσzdravý ako buk, zdravý ako ryba - ενεργητικός, ζωηρόσ, ζωντανός, παλλομένοσ, χαρούμενοςtemperamentný, veselý, živý - στέρεος, σταθερόςpevný - ασταθής, ξεχαρβαλωμένοςkolísavo - δεν κερδίζω, είμαι ο χαμένος π.χ. σε έναν αγώνα, χάνωprehrať - fluctuating (en) - ίσιος, ευθύςrovný, upravený - έντονος, γερός, δυνατός, ισχυρόςodolný, ostrý, prudký, silný, zdatný - αδύναμος - επίμονος, πεισματικόςurputný - πεισματάρηςtvrdohlavý - ανυπότακτοσ, απειθήσkontumačný, neprítomný, vzpurný - επιτυχημένος, που έχει επιτυχίαúspešný - απογοητευμένος, αποκαρδιωμένος, αποτυχημένος, κπ. δείχνει ξαφνική απογοήτευση, μη ικανοποιημένοςfrustrovaný, sklamaný, znechutený - αρκετός, επαρκής, ικανοποιητικόςdosť, dostatočný, postačujúci, primeraný - ανεπαρκής, ανεπαρκώςnedostatočne, nedostatočný, neprimeraný - ανεπαρκής, λιγοστός, τοσοδούληςkrátky - συγκαταβατικόςblahosklonný - διαπρεπής, εξέχων, επιφανής, υψηλόβαθμοςvysoký - mimoriadny, väčší, vyšší - άριστος, έξοχος, εξαιρετικός, θαυμάσιος, υπέροχοςskvelý - άριστος, εξαίρετος, επιδοκιμαστικός, επιθυμητός, καλής ποιότητας, σωστός, ωραίοςdobrý, skvelý, výborný - ανάξιος, ασήμαντοςlacný, mizerný - εμπορικός, επικερδήςobchodnícky - μέτριοςpriemerný - θυγατρικόςpridružený - θυσιάζω, προσφέρω κτ. ως θυσία - εκπληκτικόςprekvapivý - επιδεκτικός - empathetic, empathic (en) - αναχρονιστικός - συστηματικός - χυμώδηςšťavnatý - μανιώδηςveľký - uncontrolled, unrestrained, untempered (en) - υποβιβάζωdegradovať - μη σπάταλος, οικονομικός, οικονόμος, ολιγοδάπανος, προσεκτικός, φειδωλόςhospodárny, šetrný, úsporný - βρόμικος, μπελαλίδικοςšpinavý - αποκρύπτω, αποσιωπώ, καθυστερώ κπ., καταστέλλω, συγκρατώudržiavať, zakázať, zdržať, zdržiavať - που είναι γεμάτος χόνδρους, τραγανόσ, χονδρώδησchrupkový - τραγανιστός, τραγανόςchrumkavý, kučeravý - διοργανώνω, οργανώνωorganizovať, usporiadať - κυνικόςcynický - αξιόπιστος, δοκιμασμένος, πιστόςspoľahlivý, verný - αντιπροσωπευτικόςreprezentatívny - έχω σε υπόληψη, τιμώ, υπολήπτομαιctiť - φιλελευθεροποιώ - εξυπηρετικός, πρόθυμος να βοηθήσειužitočný - μάταιοςmárny - valuable (en) - worthless (en) - ευμετάβλητοσ, πρωτεϊκόσmenlivý - μεταβλητόςmeniteľný - επαναληπτικόσiteračný - αποπνικτικός, πνιγηρός, χωρίς καθαρό αέραdusný, nevetraný - άγριος, έξαλλος, βίαιος, λυσσαλέος, μαινόμενος, σκληρόςdivý, hrubý, krutá, rozzúrený, surový, úporný, zúrivý - άνομοσhriešny - ασκώ έλεγχο, διατηρώ σε συγκεκριμένο σημείο, ελέγχω, περιορίζω, συγκρατώkontrolovať - μη ενθουσιώδης, χλιαρόςvlažný - attitudinise, attitudinize (en) - εξιλεώ, εξιλεώνομαι για, εξιλεώνωodpykať si - αποκτώ, κατορθώνω, πετυχαίνω, πραγματοποιώdosiahnuť - begin (en) - απατώ επιτήδεια - εκτελώ αδέξια, κάνω άτεχνα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα, φουσκώνωpoondiať - zradiť - υγιεινόςzdravý - urážlivý - αναγνωρίζω - περιορισμένος, στενόςobmedzený, úzky - ενθαρρύνω, προάγω, προωθώpodporiť, presadiť - help (en) - ενισχύω, υποστηρίζωpodporiť - γελοίος, εξωφρενικός, παράλογοςabsurdný, nezmyselný, smiešny - ανόητος, γαϊδουρινόςhlúpy, neskorý - ιδεολογικόςideologický - εξαπατώoklamať - διώκω, κατατρέχωprenasledovať - ανταπεξέρχομαι, αντεπεξέρχομαι, αντιμετωπίζω, καταπιάνομαι με, τα βγάζω πέρα, τα βολεύω, τα καταφέρνωpustiť sa do, vyjsť, zvládnuť - καταδέχομαιráčiť - υπηρετώ - κάνω το σπουδαίο, καταδυναστεύω, παριστάνω σε κπ. τον αφέντηkomandovať, vyvyšovať sa - διάγω τον βίο, ζω, περνώžiť - make (en) - στέκομαι άσκοπα, τεμπελιάζω, χαζεύω, χασομερώflákať sa, motať sa, ponevierať sa, postávať - έχω σημασία, βαραίνω, επηρεάζω, μετρώ, υπολογίζομαιmať význam - ανταποκρίνομαι, συμπίπτω, συμφωνώ, συνδέομαι, ταιριάζωodpovedať, zhodovať sa - εξακριβώνομαι - βασίζομαι, εξαρτώμαι, στηρίζομαι - μοιάζω, μοιάζω με, ομοιάζω, σε κπ., φαίνομαιpodobať sa, ponášať sa - chimeral, chimeric, chimerical (en) - ξεπερνώ, υπερβαίνωprekročiť - αρκώ, κάνωpostačiť, stačiť - serve, serve well (en) - ανταποκρίνομαι σε, εκπληρώνω, ζω σύμφωνα με, ικανοποιώ, κάνω κπ. να ευχαριστηθεί, καλύπτω, τηρώdodržať, uspokojiť, žiť v súlade s - compensate, correct, counterbalance, even off, even out, even up, make up (en) - διακρίνομαι, διαπρέπω, ξεπερνώpredstihnúť, vynikať - αφορώ, ισχύωtýkať sa - affect, involve, regard (en) - držať - δένω, εναρμονίζομαι, εναρμονίζω, συμφωνώ, συναρμόζομαι, συνδυάζομαι, ταιριάζωladiť - αδιαφορώ, αψηφώ - αναπληρώνωnahradiť - τοπικόςmiestny - ανήκω, αρμόζω, πρέπω, ταιριάζω - πάω, πηγαίνω, πηγαίνω με, ταιριάζω, ταιριάζω μεhodiť sa k - προσθέτω - είμαι πωλητής, πουλώ - technical (en) - βάση, στήριγμαstojan - αλωπεκώδησ, πανούργοσchytrácky, líščí, lišiacky - μεσσιανικόσ - μορφωτικός, πολιτιστικόςkultúrny - air-raid shelter, bombproof, bomb shelter (en) - εκπνευστικόσ, εξαγνιστήριοσ - Draconian, draconic (en) - Hegelian (en) - zmena - θησαυρός, κόσμημαklenot, poklad - mamona - αναμνηστικό, ενθύμιοdarček na pamiatku, pamiatka, pamiatkový predmet, suvenír - magnum opus (en) - asylum, refuge, sanctuary (en) - rib (en) - αμελητέο, ανούσιες λεπτομέρειες, κάτι ασήμαντο, κτ. ασήμαντο και ευτελέςdrobnosti, maličkosť - βαρύ αντικείμενοťarcha - ψυχή - ιδιοσυγκρασία, πάστα, προσωπικότητα, στόφαpríroda - ζωτικότητα, σχεδιασμός κινουμένων σχεδίωνanimácia, živosť - προθυμίαhorlivosť, ochota - ενεργητικότητα, σφρίγοςelán, energia, prudkosť, sila - πνεύμαvtip - συντροφιά, συντροφικότηταdružnosť, kamarátstvo, priateľstvo - ικανότητα προσαρμογήσ, προσαρμοστικότητα, προσαρμόσιμοprispôsobivosť - εντύπωσηdojem, účinok - figure (en) - εξυπνάδα, ομορφιά, χάρηpôvab - ελκυστικότητα - animal magnetism, beguilement, bewitchery (en) - έλξη - ερωτική έλξη, σεξαπίλpohlavná príťažlivosť - ασχήμια, δυσμορφίαošklivosť - ελάττωμα, σημάδι, ψεγάδιchyba, škvrna - άνεση, ευκολίαľahkosť - δυσκολίαproblém, ťažkosť - fly in the ointment (en) - συμβατότητα, συμφωνίαzlučiteľnosť - καταλληλότητα, ομοιότηταzhoda - ασυμβατότητα - conflict (en) - αρμοδιότησ, αρμοδιότητα, επιτηδειότητα, καταλληλότηταvhodnosť - διαθεσιμότησ, διαθεσιμότηταdosiahnuteľnosť, dostupnosť - ήθοσ, πολιτισμόσétos - αίσθηση, ατμόσφαιρα, αύρα, νόταatmosféra - τόνος - διαμέτρημα, ολκή, ποιότηταakosť, akostný - υπεροχήdokonalosť - αρχοντιά, επιβλητικότητα, μεγαλείοmajestát, vznešenosť - απόλυτο - ομοιότηταpodobnosť - ομολογία, ομόλογο - παραλληλισμόσparalelnosť, podobnosť, rovnobežnosť, súbežnosť - uniformity, uniformness (en) - homogeneity, homogeneousness (en) - ομοιότηταpodobnosť - ασυμφωνία, διαφορά, διαφωνία, διχογνωμίαrozpor - χάσμα, χαμένος χρόνοςzaostávanie - ανομοιότητα, απόκλιση, απόσταση, διαφοράrozdielnosť - ποικιλία, ποικιλομορφίαrozmanitosť, rôznorodosť - change, variety (en) - smoke (en) - αλληλεγγύηsúdržnosť - περιπλοκότητα, πολυπλοκότηταzložitosť - κανονικότητα, ομαλότητα, τακτικότηταpravidelnosť - organisation, organization, system (en) - αντικανονικότητα, ανωμαλία, παρατυπίαnepravidelnosť - spasticity (en) - αστάθειαnestálosť - ευστάθεια, σταθερότηταpevnosť, pravidelnosť, stabilita - pohodlie, spoločenské vybavenie - δυνατότητα παραδοχήσ, παράδεκτοprijateľnosť, prípustnosť - exoticism, exoticness, exotism (en) - autochthony, endemism, indigenousness (en) - αυθεντικότητα, γνησιότητα, εγκυρότητα - freshness, novelty (en) - σχολαστικισμός, τυπολατρίαakademizmus - ακρίβειαpresnosť - ακρίβειαjemný, presnosť, správnosť - ανακρίβειαnepresnosť - nepresnosť - κομψότητα, χάρηelegancia - eclat, pomp (en) - αξία, κλάσηtrieda - akt, čin, poník, rároh, rezné plátno, skutok - καθαρότηταpriezračnosť - zreteľnosť - αοριστία, ασάφειαnejasnosť - αρετή, ορθότητα, τιμιότητα, χρηστότηταsprávnosť, spravodlivosť - εντιμότητα, ευθύτησcharakternosť, počestnosť, priamosť, spravodlivosť, statočnosť - ευλάβεια, ευσέβειαzbožnosť - ευλάβεια, ευλαβικότητα, ευσέβεια, θρησκευτικότηταpobožnosť - θρησκοληψία, πιετισμός, υπερβολική ευσέβειαnábožnosť - θεοσέβειαzbožnosť - godlessness, irreligion, irreligiousness (en) - βαρβαρότητα, κτηνωδία, ωμότηταbarbarstvo, brutalita, ohavnosť, ukrutnosť, zverstvo - αγριότητα, δηλητηριώδεσ, κακία, κτηνωδία, μοχθηρότηταdivokosť, divosi, hriešnosť, podlosť, surovosť, útočnosť, zákernosť - αδυσώπητο, σκληρότηταneoblomnosť, neústupnosť - αλτρουισμός, ανιδιοτέλειαnesebeckosť - enterprise, enterprisingness, go-ahead, initiative (en) - ανταγωνιστικότηταkonkurencieschopnosť - διπλωματία, διπλωματικότητα, ευαισθησία, λεπτότηταjemnosť, obratnosť - συνείδησηsvedomie - ανδρεία, γενναιότητα, ηρωισμός, παλληκαριάhrdinstvo - ενδελέχεια, επιμέλειαhorlivosť, vytrvalosť - αδιάφθορο, ακεραιότηταnepodplatiteľnosť - αληθοφάνεια, εύσχημο - πατριωτισμόςvlastenectvo - αφέλεια - αυτοεκτίμηση, αυτοσεβασμόςsebaúcta - κομπορρημοσύνη, ματαιοδοξίαvystatovačnosť - αλαζονείαarogantnosť, nadutosť - γλαφυρότητα, ετοιμότησ, ετοιμότητα, παραστατικότηταsvojráznosť - αταραξία, ηρεμία, ψυχραιμίαpokoj - ευγένεια, σεβασμόςúctivosť, zdvorilosť - αγένεια - απειρία, φρεσκάδα - freshness (en) - μούχλαplesnivosť, starobylosť, úbohosť - κόσμοσ τησ ματαιότητασ - χάρηelegancia, pôvab - βία, ενέργεια, επιρροήmechanický, moc, mocnosť - ανθεκτικότητα, αντοχή, ευρωστία, ρωμαλεότητα, ρώμη, τόλμηmohutnosť, otužilosť, vitálnosť - θάρρος, κουράγιο, κότσιαodvaha - αντοχή, δύναμηvýdrž - αλκή, δύναμη, ρωμαλεότητα, ρώμη, σθένοςsila - ένταση, εντατικότητα, σφοδρότηταintenzita, sila, výkonnosť - αγριότητα, θηριωδία, λύσσα, μανία, ορμήbesnenie, divosť - αχίλλειος φτέρνα - καινότησ, νεοφανεία, νεωτερισμόσ, σύγχρονοσ χαρακτήρασmodernosť - continuity, persistence (en) - γρηγοράδα, ευστροφία, σβελτάδα, ταχύτηταprudkosť, rýchlosť - αμεσότητα - προθυμία, ταχύτηταpohotovosť - συμμετρία - externality, outwardness (en) - ανειλικρινήσ πολυλογία, πολυλογία χωρίσ ειλικρίνεια - μεγάλος όγκοςtelo, veľkosť - απέραντο, απεραντοσύνη, αχανέσ, τεράστιο μέγεθοςnekonečnosť, nesmiernosť, obrovskosť, ohromnosť - množstvo - ισχνότητα, μικρότητα, πενιχρότητα, φειδώnedostatočnosť, obmedzenosť, šetrnosť, skromnosť, skúposť - αφθονίαmore - έλλειψηnedostatok - περίσεια, πληθώραnadbytok, prebytok - πλεόνασμαprebytočný, prebytok - περίσσεια, περιττότησ, περιττότητα, πλεονασμόσ, υπεραφθονίαnadbytok, prebytok - περιορισμός, όριοmedza - έκταση, ακτίνα, σφαίρα, φάσμαokruh - hranica - έκταση, σημασία, σκοπόσ, όρια, όριοkompetencia, obor - αξία, σπουδαιότηταcena, dôležitosť, hodnota, význam - τιμή - καλόdobro - benefit, welfare (en) - πολυτέλεια, χλιδήprepych, prepychový - χρησιμότητα, ωφελιμότηταúžitok - ματαιότηταzbytočnosť - δυνατότητα πραγματοποίησης, κατορθωτό, σκοπιμότηταuskutočniteľnosť - ικανότηταschopnosť - πλεονέκτημα, προσόνprínos - αβαντάζ, πλεονέκτημα, προσόν, προτέρημαprednosť, výhoda - εύνοιαpriazeň - ωφέλεια, όφελοςosoh, zárobok, zisk - ωφελιμότηταrentabilita - δασμολογική προτίμηση - προνόμιοvýsada - green fingers, green thumb (en) - κοινό καλό - έλλειψη, μειονέκτημαnevýhoda - circumscription, constraint, curtailment, limitation, restraint, restriction, trammels (en) - έλλειψη, αδυναμία, ελάττωμαchyba, nedostatok - απώλεια, οι νεκροί - αντίτιμο, αξία, κόστος, τίμημα, τιμήcena - μειονέκτημαnedostatok, nevýhoda - σημασία - σημασίαvýznam - βαρύτητα, κύρος, σημασίαváha - αναισθησία, ανοησία, κουφότησ, κουφότητα, παραλογισμόςbezvedomie, nezmyselnosť - δυναμικότητα, δύναμη, εξουσία, ισχύςsila - δύναμη, ισχύς, σφοδρότηταmoc - ζωηράδα, ζωηρότητα, χρώμαtemperament, živosť - επίδραση, επιρροήvplyv - πίεσηtlak - fáro - δραστικότητα, δύναμη - αποτελεσματικότητα, δύναμηúčinnosť - form (en) - αδυναμία, ανημποριά, ανικανότηταbezmocnosť - stardust (en) - αδιάλυτο, αδιαλυτότηταnerozpustnosť - μηρός, μπούτιstehno - θέση - astuteness, deepness, depth, profoundness, profundity (en) - κοινή λογική, κοινός νουςzdravý rozum - σωφροσύνη, σύνεσηopatrnosť - επιμέλεια, προσοχήopatrnosť, prefíkanosť, vypočítavosť - εξυπνάδα, ευφυΐα, νοημοσύνηinteligencia - μυαλό, νοημοσύνη, νοητική ικανότητα, ευστροφία, εξυπνάδα, ευφυϊα - δόλος, εξαπάτηση, επιδεξιότητα, ευστροφία, πανουργία, πονηριάlesť, ľstivosť, prefíkanosť, úskok, zlomyseľnosť - μαγείαčarodejníctvo, čary, genialita - Ουρανός, ουράνια, παράδεισοςnebo - innovativeness (en) - συντονισμόςsúlad - ευελιξία, πολυμέρεια, πολυπραγμοσύνηvšestrannosť - δεξιοσύνη, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, μαστοριάobratnosť - κατάρτισηtechnika - αποδοτικότητα - έθιμο - σύμβασηetalón, kolmica, normál, obvyklý stav, priemer, prototyp - αίνιγμα, γρίφος, μυστήριο, μυστικόhádanka, tajomstvo, záhada - δίλημμαdilema - δυσκολία, εμπόδιοprekážka - δυσκολίαproblém, problémový - στήριξηobživa, podpora - άγκυραopora - forbidden fruit (en) - bait, come-on, hook, lure, sweetener (en) - αντικατάσταση, αντικαταστάτηςnáhrada - επαγρύπνηση - underevaluation (en) - point of no return, Rubicon (en) - γούστο, διάκριση, εκτίμηση, επιλεκτικότητα, σεβασμόςpochopenie pre - haute couture, high fashion, high style (en) - μόδα, παροδική συνήθειαmódny hit, prechodná móda - counterculture (en) - ταυτοποίησηidentifikácia, určenie - f, ψευδοεπιστήμη - εκλογή, εναλλακτική λύση, επιλογήiná možnosť - key (en) - light (en) - tradition (en) - πραγματικότητα - ζωή - ντεζά βυ, προμνησία - food, food for thought, intellectual nourishment (en) - issue (en) - προϋπόθεση, συνθήκεςpodmienka - θίγω, υπενθύμισηbezvýznamný dodatok, klepnutie, lusknutie, maličkosť, plesknutie, povzbudenie, stimul - annoyance, arse, arsehole, arse-licker, ass, bastard, bother, botheration, brownnose, coarse, cock, cock up, crap, cunt, darkie, dick, fanny, fart, flashy wog, fuck, fuck up, hawk, infliction, Negro girl, pain, pain in the arse, pain in the ass, pain in the neck, piccaninny, piss, prick, puke, screw, shit, shitty, sod, wog (en) - irritant, thorn (en) - άχθος, έγνοια, βάρος, δοκιμασία, φορτίοbremeno, ťarcha, záťaž - germ, seed, source (en) - texture (en) - επιφάνεια - ενότητα, σύνολο, όλοcelok - μονάδαjednotka - καρδιά, κούπαsrdce - έννοια, κτ. που βγάζει νοημα, νόημα, σημασίαvýklad - náznak - η ουσία ενός θέματος, κύρια σημεία, κύριο στοιχείο, ουσίαjadro, podstata - αξία, ιδεώδες - πρότυποkritérium - πρότυπο, υπόδειγμαexemplár, kus, výtlačok, vzor - φαντασμαγορίαfantazmagória - πρωτότυποprototyp - πρόγευση, πρώτη γεύσηpredzvesť - διαβολισμόσ, σατανισμόσdiabolstvo, satanizmus - κουλτούρα, πολιτισμόςkultúra - γνώσεις, γνώσις, ευρυμάθεια, μάθησηvedomosti, vzdelanosť - direction (en) - τάση - Call (en) - δογματισμός, μισαλλοδοξία, φανατισμόςbigotnosť - φανατισμόςfanatizmus - συντηρητικότητα, συντηρητισμόςkonzervativizmus - reaction (en) - literature (en) - nicety, nuance, refinement, shade, subtlety (en) - επίμαχο σημείο, ουσίαjadro - δημοφιλής φράση ή λέξηheslo, módne slovo - μυστηριώδησ ή μαγική λέξη - ανοησίεςplané reči - ίχνος, απομεινάρι, λείψανο, υπόλειμμα - foreign policy (en) - επίλυση - ευφημισμός, μείωση της σημασίας, μετριασμένη παρουσίαση της πραγματικότητας, σκόπιμηmálo, nedocenenie, zľahčenie - ειρωνεία, σάτιρα, σαρκασμόςsarkazmus, satira - κατάληξη ανέκδοτουpointa - vtip - case (en) - brain-teaser, conundrum, enigma, riddle (en) - σχολαστικότησ, σχολαστικότηταpuntičkársvo - ευγλωττίαvýrečnosť - gobbledygook (en) - αρχαϊσμόσ - ορθοφωνίαvýrečnosť - blah, bombast, claptrap, fustian, rant (en) - technobabble (en) - ευκρίνεια, περιεκτικότησ, περιεκτικότητα, σαφήνεια, συνοπτικότηταstručnosť - περίφραση - πλεονασμόσpleonazmus - metafora - βλαστήμια, βρισιάkliatba, nadávka, zakliatie - ασέβεια, βλασφημίαnadávka, znesvätenie - συγκατάθεση, συναίνεσηschválenie, súhlas - αποκάλυψη, φανέρωμαobjav, odhalenie, prekvapenie, prezradenie - υπαινιγμόσ εναντίον κάποιου, υπονοούμενο - voice (en) - οιωνόσ - τίμια συναλλαγή - just deserts, poetic justice (en) - αμοιβή, ανταμοιβή, πληρωμή - αποπληξία, κλονισμός, ξάφνιασμα, σοκotras, šok - ατύχημα, δεινοπάθημα, δυστύχημαnehoda - μαρτυρικός θάνατος, μαρτύριοmučeníctvo - διακοπή, χωρισμόςamputácia, prerušenie - ατυχίαnehoda - δράμα, συμφορά, τραγικό γεγονός, τραγωδίαkatastrofa - επιφάνεια, θεοφάνεια, φώτα - πεπρωμένοosud, záhuba - βελτίωση, πρόοδοςzdokonalenie - debacle, fiasco (en) - διαβάθμηση, διευθέτηση, προσαρμογή, ρύθμισηúprava - γεγονός, ειδική περίσταση, περίστασηudalosť - έκτακτη ανάγκη - κρίση - Πτώση του Ανθρώπου - fire (en) - βλάβη, εξασθένιση, ζημιάpoškodenie - επανάσταση, ριζική μεταβολήrevolúcia - αναποδιά, καθυστέρησηprekážka - Πτώση - spor - απόσταση - citlivosť - διευθέτηση, σύστημα, ταξινόμησηúprava, usporiadanie - υψηλή κοινωνίαspoločnosť - υπερπληθυσμόςpreľudnenie - μάζα, όχλοςľudstvo - αστική τάξη, μπουρζουαζίαburžoázia, meštiactvo - κοινότηταobec - εκπολιτισμόςcivilizácia - γενιά - ποικιλία, ποτπουρί, ποτ-πουρί, συλλογήpestrý výber, sortiment, zmes - άνεμος - κυβισμόςkubizmus - απόστασηvzdialenosť - γη της επαγγελίας, παράδεισοςblaho, raj - κρυψώναskrýša - άσυλο, καταφύγιοúkryt, útočisko - μοίρα, πεπρωμένοosud - Logos, Son, Word (en) - φοβητσιάρης, φοβιτσιάρηςzbabelec - ειδικός, εμπειρογνώμονας, εξπέρ, μετρ, σπεσιαλίστας-čka, odborník - neger - Tom, Uncle Tom (en) - poor white trash, white trash (en) - κινέζοσ χειρώναξ, χαμάλησkuli - indián - John Bull, limey (en) - anglán - Mick, Mickey, Paddy (en) - Anglo-American (en) - Boche, Hun, Jerry, Kraut, Krauthead (en) - σύμβουλοςkonzultant, -kyňa, poradca, radca - κάθαρμα, πρόστυχοςblbec, otravný človek, sviniar - αυθεντίαprávomoc - αγόρι, εραστήςmilenec, milý, šuhaj - κακοποιός, μάγκας, παλιάνθρωπος, ταραχοποιό στοιχείο, τραμπούκος, χούλιγκανbitkár, chuligán, násilník - βρέφος, μωρό, παιδίbábätko - συλλέκτηςzberateľ - αντιρρησίας συνείδησηςobčan, odmietajúci službu v armáde z morálnych alebo náboženských dôvodov - άπειρος, αρχάριος, νεοφερμένος - buzerant, homoš, teploš - zálesák - caffer, caffre, kaffir, kafir (en) - light (en) - machine (en) - μαέστροςmajstre - φίλος από τα παιδικά χρόνιαkamarát - δύναμηsila - μικρόσωμο ζώο, νάνοσ, νανώδεσ ζώοkrpec, štopeľ - shiksa, shikse (en) - άνθρωπος αμαρτωλός, αμαρτωλός , κριματισμένος-čka, hriešnik - δημόσιος ανήρ, σημαντική φυσιογνωμία της πολιτικήςštátnik - λειτουργικό κόστοσréžia - požitok - απώλεια, ζημιά, χάσιμο, χασούραstrata - ασφάλεια, προφύλαξη - chickenfeed, chump change, small change (en) - conspicuous consumption (en) - επιδείνωση, χειροτέρευσηzhoršenie - ανάπτυξη, εμφάνιση, εξέλιξηvývin, vývoj - malabsorption (en) - flowering, unfolding (en) - extremum, peak (en) - μηδένnič, nula - bugger all, Fanny Adams, fuck all, sweet Fanny Adams (en) - το ελάχιστο, το μίνιμουμminimum - χούφταdlaň, hŕstka, ruka, zbierka - ίχνος, μικρή ποσότητα, πολύ μικρή ποσότητα, υποψία, υπόνοιαnáznak, stopa - παρτίδα, σωρός, φουρνιάbalík, dávka, kopa, várka - billion, gazillion, jillion, million, trillion, zillion (en) - ευρυχωρία - βάση, θεμελίωσηzáklad - γέφυρα - λεπτομέρεια - κλίμακα - ισορροπίαrovnováha - φιλία, φιλική σχέσηpriateľstvo - κρίσηkritická situácia - element (en) - περιβάλλονživotné prostredie - rovnováha - inclusion (en) - rejection (en) - καθεστώς, στάτουςstatus quo - άγρια κατάσταση, φυσική κατάσταση - άκρο άωτο, ακμή, αποκορύφωμα, ζενίθ, κορυφήkulminácia, najvyšší stupeň, vrchol, vyvrcholenie - περίπτωση, πράγμαprípad - θέση, κοινωνική θέσηspoločenské postavenie - κοινωνική θέση, υποδεδειγμένη θέσηmiesto, postavenie, stav - championship, title (en) - precedence, precedency, priority (en) - subordinateness, subsidiarity (en) - ζωήroky - ηρεμία, σειρά, τάξη, τάξιporiadok - peace (en) - αναρχία, αταξίαanarchia, bezvládie, zmätok - πανδαιμόνιοblázinec, vrava - incident (en) - rozruch, znepokojenie - ψυχρός πόλεμοςstudená vojna - ασυμφωνία, διαφωνίαnesúhlas, nezhoda - sloboda, voľnosť - αυτοτέλεια, ελευθερίαautonómia, nezávislosť, samostatnosť - polarisation, polarization (en) - πλήρες αδιέξοδοmŕtvy bod - emergency (en) - critical point, crossroads, juncture (en) - τρομερή δυσχέρεια - energy, vim, vitality (en) - δυσκολία - plight, predicament, quandary (en) - strain, stress (en) - job, problem (en) - αναγνώρισηpoznanie, uznanie - απομόνωση, μόνωσηizolácia, odlúčenie, osamotenosť - βελτίωσηzlepšenie - εξέλιξη - αχρηστίαnepoužívanie - renovácia - λαμπρότητα, σημασία, σοβαρότητα, σπουδαιότηταdôležitosť - έμφαση, βαρύτηταdôraz - γόητρο, κύροςprestíž - ανωνυμίαanonymita - αναγνώριση, διασημότητα, ενδοξότητα, λαμπρότητα, φήμη, όνομαsláva, slávny - φήμηpovesť, renomé, rešpekt, úcta - άνθρωπος, υπόληψη, φήμη, όνομαpovesť - φήμηsláva, vážnosť - αθλιότησ, αθλιότητα, εξεφτελισμόσ, καταντία, ταπείνωσηbieda, pokorenie, poníženie, skleslosť, zavrhnutie - διαφθορά, κατάπτωση, παρακμήúpadok, zvrhlosť - έλεγχος, επιβολή, ισχύς, κυριαρχίαnadvláda - κυριαρχία, υπεροχήnadvláda, vplyv - paramountcy (en) - αναθεματισμός, κατάραkliatba, mor, záhuba - αθλιότητα, δυστυχίαúbohosť, utrpenie - naliehavosť - εξαναγκασμός, πίεσηnátlak - επίθεση, μάστιγα, προσβολήzamorenie - ακεραιότητα, ολότηταcelistvosť - πληρότηταúplnosť - ολότηταcelistvosť - ατέλειαnedokonalosť - hamartia, tragic flaw (en) - γραφτό, κακή μοίρα, μοίρα, πεπρωμένο, περίσταση, ριζικό, τύχηosud, záhuba - ευημερίαúspech - úspech - καταστροφή, συμφοράkatastrofa - αποτυχίαneúspech, zlyhanie - προοπτικήvyhliadky - ευκαιρία, καλή τύχη, πιθανότητα, προοπτικήmožnosť, príležitosť, šanca - ημέρα - λευκό μητρώο - ακαθαρσία - credit crunch, liquidity crisis, squeeze, tightening of money, tight money policy (en) - full employment (en) - úspech - πλούτος, πλούτος: αφθονία, χλιδήbohatosť, hojnosť - μαμμωνάσ, πλούτοσbohatstvo, mamon, mamona, peniaze - φτώχεια - ανάγκηchudoba - hygiene (en) - άψογη, αγνότησ, αγνότητα, καθαρή εμφάνιση ή κατάστασηúzkostlivá čistota - πειθαρχία, σύστημα, τάξηporiadok, usporiadanosť - βρομιά, δύσκολη βρομιάšpina - αθλιότητα, προστυχιά, φιλαργυρίαšpinavosť - συνθήκες - πεδίο - περιοχή - άσχημες καιρικές συνθήκες, άσχημος καιρός, κακοκαιρίαdrsnosť - ατμόσφαιρα, γενική αίσθησηatmosféra, nálada - feel, feeling, flavor, flavour, look, smell, spirit, tone (en) - ασφάλειαbezpečnosť - ασφάλειαbezpečnosť, bezpečnostný - peace, public security (en) - προστασίαochrana - κίνδυνοςnebezpečenstvo - επικινδυνότητα, κίνδυνος - clear and present danger (en) - κίνδυνοςnebezpečenstvo, riziko - απειλή, κίνδυνοςhrozba, ohrozenie - fitness, physical fitness (en) - illumination, light (en) - φιλοσοφική λίθοςkameň mudrcov - dross, impurity (en) - άτομο, ίχνος, ψήγμαkrvinka, kúsok, teliesko, zrnko - σκόνηprach - άχρηστο υλικό, απορρίμματα, απόβληταodpad, odpadový - novovek - σκοταδισμός - Ημέρα της Κρίσεως - ώραchvíľa, hodina - χρόνοςdoba, epocha, vek - κατάλληλη στιγμή, περίσταση, στιγμήvhodná chvíľa - κλάσμα του δευτερολέπτου, στιγμήokamih, zlomok sekundy - generation (en)[Domaine]

-