sensagent's content

  • definitions
  • synonyms
  • antonyms
  • encyclopedia

Lettris

Lettris is a curious tetris-clone game where all the bricks have the same square shape but different content. Each square carries a letter. To make squares disappear and save space for other squares you have to assemble English words (left, right, up, down) from the falling squares.

boggle

Boggle gives you 3 minutes to find as many words (3 letters or more) as you can in a grid of 16 letters. You can also try the grid of 16 letters. Letters must be adjacent and longer words score better. See if you can get into the grid Hall of Fame !

English dictionary
Main references

Most English definitions are provided by WordNet .
English thesaurus is mainly derived from The Integral Dictionary (TID).
English Encyclopedia is licensed by Wikipedia (GNU).

Translation

Change the target language to find translations.
Tips: browse the semantic fields (see From ideas to words) in two languages to learn more.

last searches on the dictionary :

computed in 0.016s


 » 

analogical dictionary

μεταβολή - space walk (en) - خانه گرایνοικοκυροσύνη, οικογενειακή ζωή - operation (en) - کار؛ عملکردδιαδικασία, επιχείρηση - πρόγραμμα - تفریح؛ سرگرمی, تفریحات, خلق مجدد, سرگرمیαναψυχή, διασκέδαση, ψυχαγωγία - محبوب؛ دلخواهτου γούστου μου - followup, follow-up (en) - بازی, مسابقهπαιχνίδι - σειρά - μουσική - انجام دهنده, ايفاى نمايش, ایفای نمایش, بازيگرى, بازیگری, جديت, عامل, فعال, فعاليت, كارى, كفيل, کنشیηθοποιία, υποκριτική - ζωηράδα, ζωντάνια - burst, fit (en) - سر کار، محل کار, شغل, عملکرد, وظیفه, کارαπασχόληση, δουλειά, εργασία, προϊόν εργασίας, πόστο - deeds, memoirs, works (en) - service (en) - شغلαπασχόληση, δουλειά, επάγγελμα, εργασία - occupation (en) - γράψιμο, διαδικασία γραψίματος - ρόλος - بدرفتاری, جرم, خلاف کاریατασθαλία, ηθική παρεκτροπή, κακή πράξη - اتلاف, اسراف, ولخرجىάδικο χάσιμο, κατασπατάληση, σπατάλη, χαράμισμα - ازمايش, ازمون, اقدام سريع و قاطع, امتحان, تقلا؛ سعی, تلاش, تلاش؛ کوشش, جد و جهد, سعی, سعی بلیغ, كوشش, نتیجه؛ دستیابی, کوشش؛ تلاش, کوشش؛ سعی, کوشیدنαπόπειρα, απόπειρα L, δουλειά, κόπος, προσπάθεια - مهار, کنترلέλεγχος, περιορισμός - προστασία - αισθητήρια δραστηριότητα, αισθητηριακή δραστηριότητα - آموزش؛ تحصیلات, آموزش؛ رهنمود, تدریس, تعلیم, فن تعلیم, معلمیδιδακτικός, διδασκαλία, διδαχή, εκπαίδευση, εκπαιδευτική δράση, οδηγίες, παιδεία, σειρά μαθημάτων - تربیت, پرورشεκγύμναση, προπόνηση - معرفیαναπαράσταση, αντιπροσώπευση, εκπροσώπηση - آفرینشδημιουργία - διασκορπισμός - διάτρηση, τρύπημα - بازرسي, جستجوέρευνα, αναζήτηση, ψάξιμο - استفاده, به کارگیری, مصرفαξιοποίηση, ικανότητα χρήσης, χρήση, χρησιμοποίηση, χρησιμότητα - عملیات نظامیεπιχείρηση, λειτουργία, στρατιωτική επιχείρηση - اندازه, اندازه گيرى, اندازه گیری, سنج, سنجش, پیماδιαστάσεις, μέτρηση - درجه بندى, پيمايشβαθμονόμηση - διευθέτηση, οργάνωση, σύστημα - دسته, پشتهسازىομαδοποίηση - support, supporting (en) - εξακολούθηση - جریان, شیوه؛ روشδιαδικασία, πορεία - تشریفات, جشن, مراسم - آیین؛ تشریفات, تشریفاتεθιμοτυπία, τελετή - عبادت, نیایش؛ عبادتλατρεία - ενεργοποιήση - اختفاαπόκρυψη, κρύψιμο, συγκάλυψη - تثبیت موقعیت, تعیین جا, تعیین محل, جا, محل نصب, نظ.τοποθέτηση - تامینεφοδιασμός, παροχή - application, demand, inquiry, request (en) - pleasure (en) - حظ نفس, لذت - سوگ, سوگواری, ضجه, عزاθρήνος, κλαυθμός, οδυρμός, οιμωγή, ολοφυρμός - خندهγέλιο - بازار, محل دادو ستدαγορά - آماده سازی, تدارک, ترتیب؛ قرارετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευή - خدمت, دستیاری, رسیدگی, كمك, مواظبت, پایمردی, کمکβοήθεια, προσφορά, υπηρεσίες, χείρα βοηθείας, χεράκι - στήριξη - اعمال, اعمال؛ کارها, رفتار, رفتار؛ طرز برخورد, کردارها, کرده هاαγωγή, ανατροφή, πράξεις, συμπεριφορά - συμπεριφορά - αρχηγία, ηγεσία - انحراف مسیر, اولویت, تقدم, پیشروی - تك نوازي؛ تك خوانيσόλο - آوازه, شایعه, هم همه, وزوز - πλάκα, τρέλα - hell, sin (en) - διέξοδος - last (en) - mystification, obfuscation (en) - negotiation (en) - وقفهδιακοπή - timekeeping (en) - εμπορική δραστηριότητα - مقاله مقدماتیπροθέρμανση - πολιτική ζωή - بیان شفاهی[Spéc.]

αδράνεια, απραξία[Ant.]

απασχόληση  • ασχολία (n.) • δραστηριότητα (n.f.) • ενασχόληση (n.) • سرگرمی؛ کار و بار (n.) • مشغولیت

-